Κεντρικό στοιχείο του πακέτου αποτελούν οι οκτώ «ενεργειακές λεωφόροι», που αναδεικνύονται σε στρατηγικούς διαδρόμους διασύνδεσης με την Ελλάδα να συμμετέχει σε κρίσιμα έργα διασύνδεσης και αποθήκευσης τα οποία αποκτούν νέο πολιτικό και χρηματοδοτικό βάρος. Το πακέτο της Κομισιόν για τα δίκτυα αναμένεται να συζητηθεί στο Συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ στις 15 Δεκεμβρίου και όπως επισημαίνει η Επιτροπή «η ραχοκοκαλιά του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος, οι υποδομές των δικτύων, θα εκσυγχρονιστούν και θα επεκταθούν ώστε να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητές του. Η δέσμη μέτρων της Επιτροπής για τα ευρωπαϊκά δίκτυα και η πρωτοβουλία για τις ενεργειακές λεωφόρους, που προτείνονται θα επιτρέψουν την αποδοτική ροή ενέργειας σε όλα τα κράτη μέλη, ενσωματώνοντας φθηνότερη καθαρή ενέργεια και επιταχύνοντας τον εξηλεκτρισμό. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση των τιμών της ενέργειας και θα στηρίξει την οικονομικά προσιτή διαβίωση για όλους τους Ευρωπαίους. Θα εξασφαλίσει ασφαλή και αξιόπιστο εφοδιασμό, καθώς η Ευρώπη απομακρύνεται από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας για να επιτύχει την ενεργειακή ανεξαρτησία».
Για τη μελλοντική βιωσιμότητα των υποδομών δικτύου, η Επιτροπή προτείνει πρόσθετους τρόπους χρηματοδότησης. Ο επιμερισμός του κόστους και η ομαδοποίηση είναι τέτοια παραδείγματα, καθώς οι ολοένα και πιο ολοκληρωμένες διασυνοριακές ενεργειακές υποδομές αποφέρουν οφέλη πέραν των εδαφών στα οποία κατασκευάζονται. Αυτό καθιστά τον δίκαιο και διαφανή επιμερισμό του κόστους απαραίτητο για την αποφυγή δυσανάλογων επιβαρύνσεων για τους τοπικούς καταναλωτές. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, η δέσμη μέτρων για τα ευρωπαϊκά δίκτυα αποσκοπεί στην παροχή μεγαλύτερης διαφάνειας και δικαιοσύνης όσον αφορά τον τρόπο αξιολόγησης του κόστους και των οφελών. Η ομαδοποίηση έργων υποδομής μπορεί επίσης να διευκολύνει τη χρηματοδότηση, για παράδειγμα μέσω της δημιουργίας φορέων ειδικού σκοπού, προσελκύοντας έτσι πρόσθετες επενδύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό οι οκτώ «ενεργειακές λεωφόροι» που ανακοινώθηκαν από την πρόεδρο της Κομισιόν καλύπτουν τις πλέον επείγουσες ανάγκες σε υποδομές που απαιτούν πρόσθετη βραχυπρόθεσμη στήριξη και δέσμευση για υλοποίηση. Επιλέχθηκαν με βάση τη στρατηγική τους σημασία για την ολοκλήρωση της Ενεργειακής Ένωσης και το επίπεδο πολιτικής στήριξης από την ΕΕ που απαιτείται για την επιτυχή εφαρμογή τους.
Μάλιστα το σχέδιο που ανακοίνωσε η Κομισιόν φέρει «ελληνικό χρώμα» όπως επισημαίνουν πηγές του υπουργείου Ενέργειας όχι μόνο γιατί περιλαμβάνει προτάσεις που πρώτη η ελληνική πλευρά έφερε στο τραπέζι του ευρωπαϊκού διαλόγου, αλλά και επειδή τρία από τα οκτώ διασυνοριακά ενεργειακά projects στα οποία δίνει προτεραιότητα η Κομισιόν είναι ελληνικού ενδιαφέροντος.
Πρόκειται για τον Διαβαλκανικό Αγωγό, οι υποδομές του οποίου με αντίστροφη ροή αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του Κάθετου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου, την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου Great Sea Interconnector (GSI) και τέλος την ενίσχυση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη -συμπεριλαμβανομένου του «άξονα» Ουγγαρίας-Ρουμανίας-Βουλγαρίας-Ελλάδας-, ώστε να εξαλειφθούν τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια υψηλών τιμών και ακραίων διακυμάνσεων στη γειτονιά της Ελλάδας. Αναλυτικά οι οκτώ ενεργειακές λεωφόροι είναι:
Συγκεκριμένα, οι 8 ενεργειακές λεωφόροι είναι οι εξής:
- Ιβηρική Χερσόνησος: Διασυνδέσεις ηλεκτρικής ενέργειας στα Πυρηναία για την καλύτερη ενσωμάτωση της Ιβηρικής Χερσονήσου (διάβαση 1 των Πυρηναίων και διάβαση 2 των Πυρηναίων).
- Great Sea Interconnector: Τερματισμός της απομόνωσης της ηλεκτρικής ενέργειας με τη σύνδεση της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της Κύπρου και της ηπειρωτικής Ευρώπης.
- Σύνδεσμος αρμονίας: Ενίσχυση της ηλεκτρικής διασύνδεσης των κρατών της Βαλτικής, ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας και της ενεργειακής ανεξαρτησίας από τη Ρωσία.
- Διαβαλκανικός αγωγός (TBP): αντιστροφή της ροής φυσικού αερίου για την αύξηση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού εφοδιασμού στην περιοχή των Βαλκανίων και στην ανατολική γειτονία.
- Νήσος Bornholm Energy: Μετατροπή της Βαλτικής Θάλασσας σε υπεράκτιο κόμβο διασύνδεσης.
- Νοτιοανατολική Ευρώπη: Βελτίωση της σταθερότητας των τιμών και της ενεργειακής ασφάλειας στη νοτιοανατολική Ευρώπη, μεταξύ άλλων μέσω της αποθήκευσης.
- Διάδρομος SouthH2: Νότιος διάδρομος υδρογόνου που περιλαμβάνει την Τυνησία, την Ιταλία, την Αυστρία και τη Γερμανία.
- Νοτιοδυτικός διάδρομος υδρογόνου: από Πορτογαλία προς Γερμανία
Συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τον GSI, η Κομισιόν επισημαίνει ότι «η πρόοδος στον GSI παρεμποδίστηκε λόγω του περίπλοκου γεωπολιτικού περιβάλλοντος, με πιθανές επιπτώσεις για το χρονοδιάγραμμα και το κόστος. Η στρατηγική αξία του έργου φανερώνει τη σημασία του κατάλληλου συντονισμού μεταξύ των κρατών-μελών για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις και να βεβαιωθεί η ολοκλήρωσή του.
Η Κομισιόν θα συνεχίσει να στηρίζει ισχυρά πολιτικά και τεχνικά το έργο σε στενή συνεργασία με την κυπριακή προεδρία το 2026, περιλαμβάνοντας συγκεκριμένες εκδηλώσεις και συζητήσεις υψηλού επιπέδου και με πρόσθετη ενασχόληση για την αντιμετώπιση των γεωπολιτικών πτυχών».
Πάντως η Επιτροπή δεσμεύεται να επιταχύνει αμέσως τις ενεργειακές λεωφόρους μέσω ενισχυμένου πολιτικού συντονισμού, αξιοποιώντας τις περιφερειακές ομάδες υψηλού επιπέδου, κινητοποιώντας τη στήριξη των Ευρωπαίων συντονιστών και συνεργαζόμενη στενά με την ειδική ομάδα για την Ενεργειακή Ένωση, επεκτείνοντας την προβολή πέραν των κρατών μελών της ΕΕ, όπου απαιτείται. Κάθε έργο θα έχει προτεραιότητα σε επίπεδο ΕΕ και η Επιτροπή θα στηρίξει τα κράτη μέλη ώστε να τους δώσουν την ίδια προτεραιότητα σε εθνικό επίπεδο.
Σε ότι αφορά το οικονομικό σκέλος η Επιτροπή εκτιμά ότι θα χρειαστούν 1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ έως το 2040, συμπεριλαμβανομένων 730 δισεκατομμυρίων ευρώ μόνο για τα δίκτυα διανομής και 240 δισεκατομμυρίων ευρώ για τα δίκτυα υδρογόνου. Ως εκ τούτου, απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις για να διασφαλιστεί ότι τα δίκτυά μας είναι κατάλληλα για το μέλλον και να επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Αναφορικά με την εξοικονόμηση κόστους για τους ευρωπαίους η επένδυση 5 δισ. ευρώ θα μειώσει το κόστος του συστήματος κατά 8 δισ. ευρώ, δημιουργώντας καθαρό οικονομικό κέρδος 3 δισ. ευρώ. Η ενισχυμένη ολοκλήρωση της αγοράς θα μπορούσε να οδηγήσει σε ετήσια εξοικονόμηση κόστους ύψους 40 δισ. ευρώ.






