Η κα Μπακογιάννη πρότεινε ευθέως να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου, Αντώνης Σαμαράς, Αλέξης Τσίπρας και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σαμαρά, Ευάγγελος Βενιζέλος, συγκροτώντας ένα άτυπο συμβούλιο πρώην πρωθυπουργών, με σκοπό για να συζητήσουν τα εθνικά ζητήματα.
Μια πρόταση που προφανώς δεν αποτελεί μια απλή έκκληση για «εθνική συνεννόηση», από την πρώην υπουργού Εξωτερικών και κορυφαίο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, αλλά είναι ένας πολιτικός καθρέφτης που αποτυπώνει τον φόβο του Μεγάρου Μαξίμου για όσα έρχονται στην εξωτερική πολιτική της χώρας.
Όπως άλλωστε κατ’ επανάληψη έχουν επισημάνει οι πρώην πρωθυπουργοί και αρχηγοί της ΝΔ Κ. Καραμανλής και Α. Σαμαράς, η Ελλάδα κινδυνεύει να μπει σε φάση πολιτικής κρίσης , δεδομένης της γεωπολιτικής αστάθειας. Τα «ήρεμα νερά» με την Τουρκία τελειώνουν, ο πλανητάρχης Τραμπ «δοξάζει» τον Ερντογάν και αγνοεί τον Μητσοτάκη, και το Κυπριακό επιστρέφει με απαιτήσεις που δύσκολα σηκώνει το Μαξίμου.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει πιο αμήχανη από ποτέ. Η εξωτερική της πολιτική, που αυτοδιαφημίστηκε ως «η πιο αποτελεσματική των τελευταίων δεκαετιών», αποδεικνύεται επικίνδυνα επιφανειακή.
Κι όταν δεν υπάρχει σχέδιο, υπάρχει φόβος. Και όταν υπάρχει φόβος, έρχεται η ανάγκη να μοιραστεί η ευθύνη. Και εδώ ίσως εντάσσεται η πρόταση Μπακογιάννη. Στην αναζήτηση «συνυπεύθυνων».
Η ιδέα να βρεθούν όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί στο ίδιο τραπέζι θα μπορούσε να είναι θεσμικά χρήσιμη, αν ερχόταν από την αρχή της θητείας της κυβέρνησης και όχι στη σημερινή συγκυρία που τα εθνικά θέματα βρίσκονται λίγο πριν από μια δύσκολη φάση και ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια προληπτικής κατανομής ευθυνών.
Αν οι εξελίξεις στραβώσουν, όλοι θα θεωρηθούν συνυπεύθυνοι – οι σημερινοί και οι χθεσινοί. Κι αν πάλι υπάρξει κάποια επιτυχία, η κυβέρνηση θα την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα «γενναίας εθνικής συνεννόησης». Μια πολιτικά βολική κίνηση, αλλά επικίνδυνα κυνική.
Αν όμως δεχθούμε –για λόγους καλής πίστης– ότι η Ντόρα Μπακογιάννη εννοεί πραγματικά τη χρησιμότητα ενός τέτοιου άτυπου συμβουλίου, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα για τον αδελφό της, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Διότι αυτό σημαίνει πως στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος ακόμη και μέσα στην οικογένεια Μητσοτάκη αναγνωρίζεται και ότι τα πράγματα στην εξωτερική πολιτική της χώρας δεν βαίνουν καλώς όπως ισχυρίζεται το Μαξίμου και ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειριστεί μόνη της τα κρίσιμα εθνικά θέματα και χρειάζεται στήριξη. Κι αυτό, για ένα πρωθυπουργό που το προφίλ του χτίστηκε πάνω στο αφήγημα της «ικανότητας» και της «υπεροχής», ισοδυναμεί με πολιτική αποδοχή αδυναμίας.
Υπάρχει βέβαια και το ενδεχόμενο η πρόταση της κα Μπακογιάννη να είναι αποτέλεσμα πικρίας και αντεκδίκησης, καθώς μόλις πριν λίγες εβδομάδες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε δημόσιες τοποθετήσεις του, είχε αφήσει αιχμές για την εξωτερική πολιτική προηγούμενων κυβερνήσεων – μεταξύ αυτών και της περιόδου όπου η ίδια η Ντόρα Μπακογιάννη ήταν υπουργός Εξωτερικών.
Η πρότασή της τώρα, με την ψυχραιμία και το πολιτικό βάρος που τη χαρακτηρίζει, μπορεί να διαβαστεί και ως ρεβανσιστική απάντηση. Ως μια υπενθύμιση ότι η εξωτερική πολιτική δεν είναι πεδίο για αλαζονείες και υπερφίαλα «εγώ» ούτε για ιστορικούς αναθεωρητισμούς
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εξωτερική πολιτική δεν είναι παιχνίδι επικοινωνίας. Θέλει συνέπεια, στρατηγική και καθαρή πυξίδα. Γιατί, στο τέλος, αν υπάρξουν εθνικές αποτυχίες ή ακόμη περισσότερο απώλειες κανένα επικοινωνιακό παιχνίδι δεν θα μπορέσει να σώσει την πολιτική ευθύνη που θα έχει όνομα και διεύθυνση: στο Μέγαρο Μαξίμου.




