Ο Ισπανός πρωθυπουργός, έστειλε σχετική επιστολή στο γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, επισημοποιώντας έτσι τη θέση της Ισπανίας στην επερχόμενη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, στις 24 και 25 Ιουνίου.
Και μπορεί κάποιοι να ισχυρίζονται ότι η Ισπανία δεν είναι μια χώρα που μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, αλλά αυτό δεν ισχύει.
Και ο πλέον τυπικός αλλά βασικός και ταυτόχρονα λόγος είναι πως για να ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ απαιτείται ομοφωνία. Πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα της Ιβηρικής μπορεί να μπλοκάρει μια τέτοια απόφαση για υπερδιπλασιασμό της συνεισφοράς των χωρών μελών του ΝΑΤΟ.
Υπενθυμίζεται ότι μέχρι σήμερα τα κράτη μέλη του Βορειοατλαντικού Αμυντικού Συμφώνου υποχρεούνται για την άμυνα τους να δαπανούν το 2% του ΑΕΠ τους.
Ο Τραμπ, όμως, ευθέως έχει απειλήσει μέχρι και με αποχώρηση της ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, που πρακτικά σημαίνει διάλυση του, αν τα κράτη μέλη δεν αυξήσουν τις δαπάνες τους για την άμυνα στο 5% του ΑΕΠ τους.
Αν και αρχικά οι ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρώπης είχαν αντιταχθεί στις απαιτήσεις αυτές του Αμερικανού προέδρου, τελικά υπέκυψαν και έκτοτε δηλώνουν πως κατανοούν το ορθόν της απαίτησης του Τραμπ, προφανώς αισθανόμενες αδύναμες αμυντικά χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ και μη θέλοντας να εντείνουν το ήδη τεταμένο κλίμα που υπάρχει μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Πέδρο Σάντσεθ, με την δήλωση του αυτή περί μη συμμόρφωσης της Ισπανίας στις απαιτήσεις Τραμπ για τις αμυντικές δαπάνες, πάντως, δίνει μια διέξοδο στους άλλους δυτικούς συμμάχους να «παζαρέψουν» την αύξηση των αμυντικών δαπανών, ώστε να μην επιβαρυνθούν οι προϋπολογισμοί και κυρίως να μην προκληθούν έντονες αντιδράσεις από τους πολίτες .
Άλλωστε ο Ισπανός πρωθυπουργός, ο οποίος διαμήνυσε στον γγ του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε πως «η δέσμευση για έναν στόχο 5% δεν θα ήταν μόνο παράλογη, αλλά και αντιπαραγωγική, καθώς θα απομάκρυνε την Ισπανία από βελτιστοποίηση δαπανών και θα εμπόδιζε τις συνεχιζόμενες προσπάθειες της ΕΕ να ενισχύσει το οικοσύστημα ασφάλειας και άμυνας», πρόβαλε ως σημαντικό λόγο για την άρνηση του στις αυξημένες αμυντικές δαπάνες ότι ο νέος στόχος που προτείνουν οι ΗΠΑ (5% του ΑΕΠ) είναι «ασύμβατος με το κράτος πρόνοιας και το όραμά μας για τον κόσμο».
Και αυτό δεν είναι απλά μια δικαιολογία. Είναι μια πραγματικότητα. Οι λαοί της Ευρώπης που αυτή τη περίοδο έχουν την ατυχία να μην εκπροσωπούνται από πολιτικούς που μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, δεν χρειάζονται και δεν θέλουν δαπάνες για πολεμικούς εξοπλισμούς σε βάρος των δαπανών για πραγματικά κοινωνικά κράτη.