Ενεργειακή κρίση: Τι άλλαξε στις πολυκατοικίες της Αθήνας

Ενεργειακή κρίση: Τι άλλαξε στις πολυκατοικίες της Αθήνας
Σάββατο, 02/07/2022 - 07:37

Σήμερα η ενεργειακή φτώχεια έχει επανέλθει εκ νέου στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας στην Ελλάδα. Πώς αντιμετωπίζουν την κατάσταση ενοικιαστές και ιδιοκτήτες ακινήτων.

Για την ενεργειακή φτώχεια και τα προβλήματα των νοικοκυριών ως προς την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών έχουν γραφεί πολλά. Στην Ελλάδα το θέμα έχει
προβληθεί κυρίως την τελευταία δεκαετία, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2010, όταν φάνηκε ότι η πρόσβαση στην ενέργεια δεν είναι δεδομένη και πολλά νοικοκυριά βρέθηκαν αντιμέτωπα με σοβαρά προβλήματα.

Σήμερα η ενεργειακή φτώχεια έχει επανέλθει εκ νέου στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας στην Ελλάδα. Η παρούσα συγκυρία είναι ιδιαίτερη και δύσκολη. Το τοπίο
στον τομέα της ενέργειας μεταλλάσσεται ραγδαία και με πολλούς τρόπους οδηγώντας - μεταξύ άλλων - στην εκτόξευση του ενεργειακού κόστους, ενώ φαίνεται να σοβεί μια διπλή κρίση, τόσο υγειονομική όσο και οικονομική. Μείζον γεγονός για τις αυξήσεις στις τιμές αποτελεί η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στο πλαίσιο της «ενεργειακής μετάβασης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ολοκληρώθηκε στην Ελλάδα το 2020 με κρίσιμες παρεμβάσεις στο χρηματιστήριο ενέργειας. Στο πλαίσιο που διαμορφώθηκε, η κερδοσκοπία αποτελεί δομικό στοιχείο των μηχανισμών παραγωγής και διανομής ενέργειας.

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, στενά συνυφασμένες με τα ενεργειακά θέματα, επιτείνουν την κατάσταση. Η πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία δεν ήταν αυτή που πυροδότησε τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας , σε αντίθεση με την επικρατούσα ρητορική σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποδίδει εμφατικά
στον πόλεμο το μείζον ενεργειακό πρόβλημα.

Μπορεί ωστόσο να είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που θα συμβάλουν στη μακρόχρονη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα. Οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας σημειώνονται σε μια περίοδο ευρύτερων ανακατατάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο (πανδημία COVID-19, προσφυγική κρίση, κλιματική κρίση, κινητικότητα στην κτηματαγορά, άνοδος αστικού τουρισμού) και συναρτώνται με αυτές. Ανακατατάξεις που επικάθονται στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν
την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων (ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, αύξηση στους φόρους των καυσίμων, επιβολή περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων, φορολογία ακινήτων κ.λπ.) και δημιουργούν μεγάλη πίεση στην ελληνική κοινωνία.

Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για τα θέματα της ενέργειας σχεδόν αναπόφευκτα τοποθετείται στη μεγάλη κλίμακα. Όμως τι συμβαίνει στη μικρή κλίμακα, στην κλίμακα του νοικοκυριού και της κατοικίας; Πώς τα νοικοκυριά βιώνουν την τρέχουσα ενεργειακή κρίση και την αύξηση στις τιμές της ενέργειας; Πώς διαχειρίζονται τα προβλήματα που προκύπτουν και πώς αναδιαμορφώνουν την καθημερινότητά τους στο σπίτι;

Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς παρουσιάζει το δεύτερο μέρος του ερευνητικού προγράμματος για την ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα. Πρόκειται για το ποιοτικό σκέλος της έρευνας «Προβλήματα, πρακτικές και αντιλήψεις σε σχέση με την ενεργειακή κατανάλωση στην κατοικία». Η ερευνητική ομάδα που ανέλαβε την υλοποίηση αποτελούνταν από τους Φερενίκη Βαταβάλη, δρ. αρχιτέκτονα-πολεοδόμο, ειδική λειτουργική επιστήμονα Β’ βαθμίδας στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Νίκο Κατσουλάκο δρ. μηχανολόγο μηχανικό, αναπληρωτή καθηγητή στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Ασπροπύργου και Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου, δρ. αρχιτέκτονα – πολεοδόμο.

Τι δείχνει η έρευνα

Τα θέματα της ενέργειας απασχολούν όλα τα νοικοκυριά του δείγματός. Το σύνολο των πληροφορητών μας ενδιαφέρεται για το κόστος των λογαριασμών
και τις συνθήκες διαβίωσης στο σπίτι. Ωστόσο ο βαθμός στον οποίο συμβαίνει αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με τα κοινωνικό-οικονομικά χαρακτηριστικά τους.

Οι πολίτες με επισφαλείς συνθήκες εργασίας ή με σχετικά χαμηλά και ανελαστικά εισοδήματα προσπαθούν να έχουν έλεγχο στις χρεώσεις και να περιορίσουν την κατανάλωση της ενέργειας. Φαίνεται, δηλαδή, ότι η κατανάλωση της ενέργειας στο σπίτι είναι ένα σημαντικό ζήτημα για όλους, αλλά ιδιαίτερα για τα μεσαία και χαμηλότερα οικονομικά στρώματα.

Τα νοικοκυριά προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα που έφερε η αύξηση στις τιμές της ενέργειας. Αλλάζουν καθημερινές συνήθειες, ελέγχουν την κατανάλωση, αντικαθιστούν ενεργοβόρες συσκευές, παρακολουθούν τους λογαριασμούς. Η προσαρμογή στα δεδομένα που διαμορφώνει η τρέχουσα ενεργειακή κρίση μεταλλάσσει την καθημερινότητα στο σπίτι, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο.

Οι πρακτικές των νοικοκυριών αναδεικνύουν συχνά την ευρηματικότητα τους απέναντι σε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες. Συχνά με περιορισμένους πόρους, αξιοποιούν διαθέσιμα μέσα για να διαχειριστούν τις ενεργειακές τους ανάγκες, επιστρέφουν σε παραδοσιακές ή βιοκλιματικές πρακτικές και προσεγγίσεις, χρησιμοποιώντας τέντες και ρολά για σκιασμό, στρώνοντας χαλιά για να ζεσταθεί το σπίτι το χειμώνα, αερίζοντας τους χώρους του σπιτιού τις ενδεδειγμένες ώρες το καλοκαίρι κλπ. Κατά μια προσέγγιση, τα νοικοκυριά επιδεικνύουν ιδιαίτερη «ανθεκτικότητα» απέναντι στις πολλαπλές πιέσεις που υφίστανται στην παρούσα συγκυρία των αυξημένων τιμών ενέργειας, ενίοτε μέσα από μια ορθολογική χρήση της ενέργειας και της κατοικίας τους.

Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε, ωστόσο, ότι συχνά σημειώνεται σημαντική υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης στην κατοικία, η οποία γεννά ερωτηματικά για τα όρια της «ανθεκτικότητας» των νοικοκυριών έναντι της ενεργειακής κρίσης. Η οικονομική πίεση που υφίστανται τα νοικοκυριά, ιδίως υπό την απειλή ενός δυσβάστακτου λογαριασμού ενέργειας, έχει οδηγήσει κάποιους από τους πληροφορητές μας σε περιορισμό βασικών ενεργειακών αναγκών και εν τέλει σε υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου τους. Δεν χρησιμοποιούν τη θέρμανση ή την ψύξη όσο θα ήθελαν και άρα κρυώνουν ή ζεσταίνονται, μαγειρεύουν λιγότερο ή με συγκεκριμένους τρόπους, χρησιμοποιούν μορφές ενέργειας με αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον (καυσόξυλα, pellet, φιάλες υγραερίου) ή απενεργοποιούν εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια. Τα δεδομένα αυτά είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά και παραπέμπουν σε μορφές
φτώχειας και αποστέρησης πρωτόγνωρες για τα μεταπολεμικά δεδομένα. Η πανελλαδική έρευνα επιβεβαιώνει αυτήν την ανησυχία καθώς, μεταξύ άλλων, προκύπτει πως σχεδόν το ένα τρίτο των νοικοκυριών θερμαίνει ανεπαρκώς την κατοικία του, τα μισά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν μικρές ή μεγάλες δυσκολίες στην κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών και τα δύο τρίτα των νοικοκυριών έχουν περιορίσει έξοδα, όπως ένδυση, υπόδηση κλπ. για να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες ενεργειακές τους δαπάνες.

Η αύξηση στις τιμές της ενέργειας αυξάνει το συνολικό κόστος στέγασης, διαπίστωση που συμβαδίζει με τα αποτελέσματα της πανελλαδικής έρευνας. Αυτό
φέρνει τα νοικοκυριά σε πολύ πιεστική κατάσταση, ιδιαίτερα τους ενοικιαστές.

Εδώ έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι, ενώ την περίοδο της κρίσης οι ενοικιαστές ήταν σε πιο ευνοϊκή θέση από τους ιδιοκτήτες των κατοικιών, καθώς είχαν
την επιλογή να μετακινηθούν σε κατοικία με φθηνότερο ενοίκιο ή σε κατοικία με ή χωρίς θέρμανση (ανάλογα με τις ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητές
τους), σήμερα η θέση τους έχει επιβαρυνθεί, καθώς τα ενοίκια βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα και η διαθεσιμότητα διαμερισμάτων προς μακροχρόνια μίσθωση είναι
περιορισμένη.

Οι ιδιοκτήτες κάνουν παρεμβάσεις στα σπίτια που μένουν, αλλά όχι στα σπίτια που νοικιάζουν. Το σύνολο των ιδιοκτητών του δείγματός μας έχει υλοποιήσει πρόσφατα ή παλιότερα κάποιες - μικρές ή μεγάλες - παρεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης της κατοικίας στην οποία κατοικεί, ενώ και οι τρεις ενοικιαστές
του δείγματός μας ζουν σε διαμερίσματα που δεν έχουν αναβαθμιστεί και έχουν σοβαρά προβλήματα ως προς την ενεργειακή απόδοση. Προφανώς το δείγμα μας είναι πολύ μικρό για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι αντίστοιχη τάση εντοπίζεται και στα στοιχεία της πανελλαδικής έρευνας, σύμφωνα με τα οποία στις κατοικίες που νοικιάζονται γίνονται 30% - 40% λιγότερες παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας σε σύγκριση με τις ιδιοκατοικούμενες.

Δείτε εδώ την έρευνα