Το υψηλό κόστος της πρότασης του ΣΕΒ, που αγγίζει τα 285 εκατ. ευρώ για μια τριετία, αλλά και οι διαφορετικές θέσεις εντός της βιομηχανίας, καθιστούν πιθανό ένα νέο γύρο διαβουλεύσεων πριν από τις ανακοινώσεις που θα κάνει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ στις 7 Οκτωβρίου.
Υπενθυμίζεται ότι στην πρώτη συνεδρίαση της διυπουργικής επιτροπής μετείχαν οι υπουργοί Οικονομίας Κυριάκος Πιερρακάκης, Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου, Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος, καθώς και οι υφυπουργοί Οικονομίας Θάνος Πετραλιάς και Ενέργειας Νίκος Τσάφος. Από την πλευρά της βιομηχανίας μετείχε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος, η αντιπρόεδρος Ράνια Αικατερινάρη και αντιπροσωπεία του Συνδέσμου.
Ο προβληματισμός που υπάρχει προέκυψε και από τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη κατά την πρόσφατη συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Στερεάς Ελλάδας. Όπως είπε «επεξεργαζόμαστε λύσεις σε σχέση με το θέμα του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τους μια σειρά παραμέτρους» και πρόσθεσε: «Μας ενδιαφέρει να είναι μια δίκαιη παρέμβαση και μια ολιστική ματιά στο πρόβλημα. Να δίνει έμφαση σ’ αυτούς που πλήττονται περισσότερο και να μην δημιουργεί πρόβλημα στα δημοσιονομικά».
Στη συζήτηση που έχει ανοίξει, το βασικό προβληματισμού είναι το αν η Ελλάδα θα υιοθετήσει πλήρως το ιταλικό μοντέλο ή θα προχωρήσει σε μια «παραλλαγή» του. Η μελέτη που παρουσίασε ο ΣΕΒ με τη Grant Thornton υποστηρίζει ότι η πρόταση ακολουθεί τις βασικές αρχές του ιταλικού σχήματος και επομένως δεν τίθεται ζήτημα κρατικών ενισχύσεων. Η ΕΒΙΚΕΝ, που εκπροσωπεί τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, εμφανίζεται επιφυλακτική. Ζητά την εφαρμογή του ιταλικού μοντέλου όπως τελικά εγκρίθηκε από την DG Comp, με διαγωνιστική διαδικασία στην οποία θα μπορούν να συμμετάσχουν τόσο οι βιομηχανίες όσο και οι παραγωγοί ΑΠΕ. Από τον διαγωνισμό θα προκύπτει ένα premium που θα καταβάλλουν οι επιδοτούμενες βιομηχανίες στους παραγωγούς, αντί να υποχρεώνεται κάθε εταιρεία να συνάψει ξεχωριστό PPA. Επιπλέον, η ΕΒΙΚΕΝ θεωρεί αναγκαία την πρόβλεψη ρήτρας clawback, ώστε το όποιο οικονομικό όφελος της πρώτης περιόδου να επιστρέφεται στις βιομηχανίες σε βάθος 20ετίας. Θεωρεί επίσης ότι αν το τελικό σχήμα που θα επιλέξει η Ελλάδα αποκλίνει τότε μπορεί να ξεκινήσει ανεπίσημη διαδικασία ελέγχου από την Κομισιόν, εκτιμώντας ότι η πρόταση για επιδότηση του 100% της κατανάλωσης καθιστά το μέτρο κρατική ενίσχυση γιατί δίνει για τρία έτη σημαντικό πλεονέκτημα ως προς τους ανταγωνιστές τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα αποκτούν ιδιαίτερο βάρος. Μιλώντας στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών Ελλάδος την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκε στο «πράσινο» επενδυτικό κενό των ελληνικών επιχειρήσεων, σημειώνοντας ότι μόνο το ένα τρίτο επενδύει στην ενεργειακή απόδοση, έναντι 50% στην ΕΕ. «Ο περιορισμός του ενεργειακού κόστους και η μετάβαση στην πράσινη οικονομία είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ανταγωνιστικότητα, ιδίως σε ενεργοβόρους κλάδους». Στο πλαίσιο αυτό ο Διοικητής της ΤτΕ πρότεινε παρέμβαση σε τέσσερα σημεία. “Απαιτούνται παρεμβάσεις όπως η ενίσχυση των ενεργειακών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες, η αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων ενέργειας και ηαναθεώρηση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και της υψηλής φορολογίας.”
Επιπλέον έκανε λόγο για δυο κομβικά θέματα, Ζήτησε αξιοποίηση επιδοτήσεων για πράσινες επενδύσεις και εφαρμογή μοντέλων κυκλικής οικονομίας, “που δημιουργούν νέες ευκαιρίες για καινοτόμα και περιβαλλοντικά βιώσιμα προϊόντα.”