Eurelectric: Στις πιο ασταθείς αγορές ρεύματος η Ελλάδα – Επιμένουν οι ανισότητες στην Ευρώπη

Eurelectric: Στις πιο ασταθείς αγορές ρεύματος η Ελλάδα – Επιμένουν οι ανισότητες στην Ευρώπη
Τετάρτη, 24/09/2025 - 07:50

Σημαντικές ανισότητες ανάμεσα στις ευρωπαϊκές αγορές ηλεκτρισμού εξακολουθούν να καταγράφονται, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση Power Barometer 2025 της Eurelectric – του φορέα των ευρωπαϊκών ενεργειακών εταιριών στον οποίο αντιπρόεδρος είναι ο επικεφαλής της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης.

Παρά τη θεαματική αποκλιμάκωση των χονδρικών τιμών στα 82 €/MWh το 2024, από 227 €/MWh το 2022, η εικόνα παραμένει έντονα διαφοροποιημένη στο εσωτερικό της Ένωσης, με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη – και την Ελλάδα – να συγκαταλέγονται στις πιο ασταθείς αγορές.

Η μελέτη καταγράφει ότι το 2024 οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας ξεπέρασαν το όριο των 150 €/MWh μόλις στο 6,9% του χρόνου, όταν το 2022 το αντίστοιχο ποσοστό είχε εκτιναχθεί στο 69%. Την ίδια στιγμή, σε ποσοστό 3,6% του έτους σημειώθηκαν αρνητικές τιμές, φαινόμενο που αποδίδεται στην υπερπροσφορά ανανεώσιμων πηγών. Όπως επισημαίνει η Eurelectric, η τάση αυτή δείχνει μεν την πρόοδο προς καθαρότερο ενεργειακό μείγμα, αναδεικνύει όμως και τις προκλήσεις που δημιουργεί η αστάθεια της αγοράς.

Παρά τη συνολική πτώση των τιμών, η εικόνα στο εσωτερικό της Ε.Ε. παραμένει κατακερματισμένη. Στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου τα συστήματα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό «νησιδοποιημένα» και εξαρτημένα από τα ορυκτά καύσιμα, καταγράφηκαν οι μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Στην Ουγγαρία, για παράδειγμα, το ενδοημερήσιο spread ξεπέρασε τα 400 €/MWh σε περιόδους αιχμής, ενώ στις χώρες της Βαλτικής οι περιορισμένες διασυνδέσεις με τη βόρεια και κεντρική Ευρώπη τις άφησαν εκτεθειμένες σε υψηλή μεταβλητότητα. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται επίσης στις πιο ασταθείς αγορές, με την ενδοημερήσια απόκλιση να φτάνει τα 225 €/MWh τον Αύγουστο του 2024, έναντι 150 €/MWh στη Γερμανία. Το συγκεκριμένο πρόβλημα έχει αναδείξει κατ’ επανάληψη η ελληνική κυβέρνηση, ζητώντας από την Ε.Ε. τη σύσταση ειδικής ομάδας εργασίας για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων και τον περιορισμό του κινδύνου δημιουργίας «ενεργειακών νησίδων» στην ενιαία αγορά. Στον αντίποδα, η Σκανδιναβία ωφελήθηκε από το υψηλό μερίδιο υδροηλεκτρικής και αιολικής ενέργειας, εμφανίζοντας χαμηλότερες μέσες τιμές και περιορισμένα επεισόδια ακραίων μεταβολών. Στη Γερμανία, όπου οι ΑΠΕ ξεπέρασαν το 50% της ηλεκτροπαραγωγής, οι τιμές υποχώρησαν αισθητά τις ώρες υψηλής παραγωγής, αλλά η μεταβλητότητα εντάθηκε όταν η αιολική παραγωγή μειωνόταν.

Η Eurelectric προειδοποιεί ότι, παρά την πρόοδο στη διείσδυση των ΑΠΕ, το σύστημα εξακολουθεί να στερείται ευελιξίας, καθώς καθυστερούν οι επενδύσεις σε δίκτυα και αποθήκευση. Σήμερα λειτουργούν 5,4 GW μπαταριών, έναντι στόχου 30,5 GW έως το 2030, ενώ το κόστος για τη σταθερότητα των δικτύων έχει εκτοξευθεί στα 7 δισ. ευρώ από 2 δισ. το 2020. Όπως σημειώνει ο γενικός γραμματέας της Eurelectric Kristian Ruby, «για την αντιμετώπιση της αστάθειας θα πρέπει να επενδύσουμε σε δίκτυα, αποθήκευση ενέργειας και συστήματα ευελιξίας». Παράλληλα, η χαμηλή ζήτηση παραμένει τροχοπέδη. Το 2024 η κατανάλωση αυξήθηκε μόλις 1%, παραμένοντας ωστόσο 7% χαμηλότερη από τα επίπεδα του 2021. Ο δείκτης εξηλεκτρισμού της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει καθηλωθεί στο 23%, όταν για να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι θα πρέπει να φτάσει στο 35% το 2030 και στο 62% το 2050.

Η εικόνα αυτή, όπως υπογραμμίζει η Eurelectric, δείχνει ότι η πτώση των τιμών από μόνη της δεν αρκεί για να εγγυηθεί τη σταθερότητα της αγοράς. Χωρίς επενδύσεις σε δίκτυα, αποθήκευση και ισχυρότερες διασυνδέσεις, ο κίνδυνος δημιουργίας «ενεργειακών νησίδων» στην Ευρώπη θα παραμείνει, απειλώντας τόσο την ανταγωνιστικότητα όσο και την επίτευξη των κλιματικών στόχων.