Μελέτη του ΙΟΒΕ για τον Κλάδο Εμπορίας Πετρελαιοειδών για το έτος 2022

Μελέτη του ΙΟΒΕ για τον Κλάδο Εμπορίας Πετρελαιοειδών για το έτος 2022
Τετάρτη, 13/12/2023 - 08:59

Η μελέτη επιχειρεί να αποτιμήσει την τάση που επικρατεί στον κλάδο εμπορίας πετρελαιοειδών το 2022 με βάση τα διαθέσιμα χρηματοοικονομικά στοιχεία των μελών του ΣΕΕΠΕ. Εκτός από τα βασικά στοιχεία, παρουσιάζονται και οι δείκτες αποδοτικότητας τόσο στο σύνολο του κλάδου όσο και ατομικά για κάθε επιχείρηση του δείγματος. Επιπλέον παρουσιάζονται απολογιστικά τα χρηματοοικονομικά μεγέθη και οι δείκτες αποδοτικότητας του κλάδου για την περίοδο 2010-2022.

Η αξία πωλήσεων των επιχειρήσεων του κλάδου εμπορίας πετρελαιοειδών ενισχύθηκε σημαντικά το 2022 και διαμορφώθηκε σε €17,8 δισεκ. έναντι €10,5 δισεκ. το 2021, καταγράφοντας αύξηση κατά 69,2%. Παράλληλα, ο όγκος πωλήσεων βελτιώθηκε το 2022 κατά 23,9% (σε 13.856 χιλ. μετρικούς τόνους από 11.179 χιλ. μετρικούς τόνους το 2021) λόγω της άρσης μέτρων περιορισμού οικονομικών δραστηριοτήτων και μετακινήσεων που εφαρμόστηκαν τους πρώτους μήνες του 2021 για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Επομένως, η αύξηση στην αξία των πωλήσεων το 2022, οφείλεται τόσο στην άνοδο της μέσης τιμής πώλησης των προϊόντων όσο και στην αύξηση του όγκου πωλήσεων.

Το συνολικό κόστος πωληθέντων, αυξήθηκε κατά 71,6% και διαμορφώθηκε το 2022 σε €17 δισεκ. από €10 δισεκ. το 2021. Το 77,8% του κόστους πωληθέντων αφορά στο κόστος εισαγωγής CIF, το οποίο –με δεδομένο ότι εξαρτάται από τις διακυμάνσεις στις διεθνείς τιμές των προϊόντων πετρελαίου– αποτέλεσε τον κυριότερο παράγοντα μεταβολής του κόστους πωληθέντων το 2022. Οι δασμοί και φόροι με ποσοστό 21,4% αποτελούν τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα διαμόρφωσης του κόστους πωληθέντων, ενώ οριακή είναι η επίδραση των άμεσων εξόδων αγορών, που συμμετέχουν στο κόστος πωληθέντων με ποσοστό 0,8%.

Η μικτή κερδοφορία του κλάδου ενισχύθηκε σημαντικά το 2022 σε €527,6 εκατ. από €456,7 εκατ. την προηγούμενη χρονιά (+15,5%).

Οι δαπάνες των επιχειρήσεων του κλάδου –που σε πολύ μεγάλο βαθμό (72,2%) σχετίζονται με τα λοιπά λειτουργικά έξοδα και τις αμοιβές προσωπικού– διαμορφώθηκαν το 2022 σε €495,4 εκατ. σημειώνοντας σημαντική αύξηση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (+11,1%), κυρίως λόγω αύξησης των λοιπών λειτουργικών εξόδων και των φόρων και εισφορών.

Ως προς τα οικονομικά μεγέθη και αποτελέσματα των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών οι κύριες διαπιστώσεις συνοψίζονται στα εξής:

  • Η αξία πωλήσεων των εξεταζόμενων εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών το 2022 ανήλθε σε 17,8 δισ. ευρώ αυξημένη κατά 69,2% σε σύγκριση με το 2021 και υπερδιπλάσια σε σύγκριση με το 2020.
  • Η αύξηση αυτή οφείλεται στην ενίσχυση του όγκου πωλήσεων και στην κατακόρυφη άνοδο των διεθνών τιμών των προϊόντων πετρελαίου, η οποία το 2022 οδήγησε σε αύξηση του κόστους πωληθέντων κατά 71,6% έναντι του 2021.
  • Τα μικτά κέρδη των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών έφτασαν τα €528 εκατ. το 2022. Ενισχύθηκαν μετά τη σημαντική υποχώρηση το 2020 και βρίσκονται σε επίπεδο λίγο υψηλότερο έναντι του 2019.
  • Ο κλάδος εμπορίας πετρελαιοειδών διάνυσε μια περίοδο 5 ετών (2010-2014) συσσώρευσης ζημιών, οι οποίες πλησίασαν τα €340 εκατ. Το ίδιο διάστημα κάποιες επιχειρήσεις του κλάδου διέκοψαν τη λειτουργία τους.
  • Το 2015 ο κλάδος συνολικά επέστρεψε σε οριακή κερδοφορία, ενώ τα επόμενα έτη έως και το 2019, η κερδοφορία βελτιώθηκε. Το 2020 σημειώθηκαν σημαντική μείωση των κερδών και μεγάλες ζημιές για τον κλάδο. Τα επόμενα έτη 2021 και 2022 η κερδοφορία ανέκαμψε και επανήλθε κοντά στο επίπεδο του 2019.
  • Απομονώνοντας τις επιδόσεις των εταιριών εμπορίας που πωλούν αεροπορικά καύσιμα ή δραστηριοποιούνται σε διεθνείς πωλήσεις και εμπόριο (trading) προκύπτει ότι τα κέρδη του κλάδου συρρικνώνονται, ενώ και οι ζημιές των προηγούμενων ετών διογκώνονται ακόμα περισσότερο, φτάνοντας σωρευτικά (μετά από την πληρωμή φόρων) τα -396 εκατ. ευρώ την περίοδο 2010-2022.
  • Ουσιαστικά, η δραστηριότητα εμπορίας αεροπορικών καυσίμων και άλλων διεθνών πωλήσεων και εμπορίας συμβάλει καθοριστικά στα συνολικά οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου.
  • Το συνολικό περιθώριο μικτού κέρδους των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών υποχώρησε το 2022 σε 3% από 4,4% το 2021 και 4,1% κατά μέσο όρο την περίοδο 20102022.
  • Το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων ήταν οριακά θετικό (0,5%) το 2022 και δεν μεταβλήθηκε σε σύγκριση με το 2021. Η υγειονομική κρίση και οι περιορισμοί στις μετακινήσεις οδήγησαν το 2020 αρκετές εταιρίες σε αρνητικό καθαρό περιθώριο κέρδους προ φόρων. Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως το 2021 και 2022, και η πλειονότητα των εταιριών σημείωσε οριακά θετική κερδοφορία.
  • Το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων το 2022 ήταν σχεδόν μηδενικό για τις πωλήσεις εσωτερικού. Γίνεται οριακά θετικό (0,5%) με τη συμπερίληψη των πωλήσεων αεροπορικών καυσίμων και του διεθνούς trading, στις οποίες το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων διαμορφώθηκε σε 1,8% το 2022.
  • Στις εξεταζόμενες εταιρίες του κλάδου εργάστηκαν 1.745 άτομα το 2022, από 1.777 το 2021.
  • Οι συνολικές επενδύσεις του κλάδου ενισχύθηκαν κατά 9,1%, σε €82,9 εκατ. το 2022 από €75,9 εκατ. το 2021.
  • Ο αριθμός των πρατηρίων περιορίστηκε το 2022 σε 4.952 από 5.565 το 2021 (-11,0%).

Το κοινωνικό προϊόν του κλάδου εμπορίας πετρελαιοειδών το 2022 διαμορφώθηκε το 2022 σε €3,9 δισ., καθώς οι εξεταζόμενες εταιρίες:

  • Δημιούργησαν για τον κρατικό προϋπολογισμό έσοδα από φόρους και άλλες εισφορές που ανήλθαν σε €3,7 δισ.
  • Κατέβαλαν στο προσωπικό τους, υπό μορφή καθαρών αμοιβών και εργοδοτικών εισφορών, €95,9 εκατ. • Κατέβαλαν πληρωμές προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα ύψους €44,8 εκατ.
  • Αποκόμισαν από τη δραστηριότητά τους συνολικά κέρδη ύψους €70,1 εκατ.

Ως προς τις προοπτικές και προκλήσεις του κλάδου τα επόμενα χρόνια επισημαίνονται τα εξής:

  • Η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης επηρεάζει έντονα τις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών εξαιτίας των υψηλών αναγκών σε κεφάλαια κίνησης για την κτήση των προϊόντων πετρελαίου συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
  • Πολλοί από τους εθνικούς στόχους πολιτικής για την Ενέργεια και το Κλίμα επηρεάζουν άμεσα τον κλάδο εμπορίας πετρελαιοειδών, καθώς για να επιτευχθούν απαιτούνται μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης πετρελαιοειδών.
  • Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η ετήσια κατανάλωση προϊόντων πετρελαίου για ενεργειακή χρήση θα υποχωρήσει κατά 8% το 2025 και κατά 23% το 2030 σε σύγκριση με το 2015, δημιουργώντας σοβαρές πιέσεις στις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών.
  • Στον τομέα των Μεταφορών, η μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών θα βασιστεί στην υποκατάσταση με ηλεκτρική ενέργεια (ηλεκτροκίνηση), αέρια καύσιμα (προηγμένα και συνθετικά βιοκαύσιμα) και πράσινο υδρογόνο καθώς και σε ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης.
  • Οι εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών έχουν αναλάβει μεγάλο τμήμα της υποχρέωσης βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης (περίπου 56% του συνόλου ή 815 ktoe). Αυτό συνεπάγεται υψηλό κόστος συμμόρφωσης εφόσον οι εταιρίες δεν λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στους τομείς που χρησιμοποιούνται πετρελαιοειδή (πλην αεροπορικών μεταφορών).
  • Το κόστος αυτό δημιουργεί ένα επιπλέον βάρος για τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιριών του κλάδου και περισσότερο για εκείνες που παρουσιάζουν ζημιές ή οριακή κερδοφορία.
  • Για την περίοδο 2023-2030 θα απαιτηθεί από τις Εταιρίες Εμπορίας Πετρελαιοειδών να επιτύχουν εξοικονομήσεις ενέργειας στην τελική κατανάλωση υλοποιώντας και τεχνικά μέτρα (εκτός από οριζόντια/συμπεριφορικά), τα οποία απαιτούν υψηλές επενδύσεις.
  • Η αναμενόμενη υποχώρηση των πωλήσεων θα διατηρήσει την ιδιαίτερα ασθενή κερδοφόρα εικόνα του κλάδου ή θα την καταστήσει ζημιογόνα, τουλάχιστον όσον αφορά: α) τα προϊόντα που κατευθύνονται στην εσωτερική αγορά (κυρίως βενζίνες και πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης) και β) τις επιχειρήσεις που στηρίζουν τις πωλήσεις τους σε αυτά τα προϊόντα.
  • Τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου τα επόμενα έτη θα εξαρτηθούν κρίσιμα από την πορεία της οικονομίας, την εξέλιξη των διεθνών τιμών πετρελαίου, τη φορολογική αντιμετώπιση και την ικανότητα τραπεζικής ή άλλης χρηματοδότησης με αποδεκτό κόστος.
  • Συγχρόνως, μεσοπρόθεσμα απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις από τις εταιρίες εμπορίας για την προσαρμογή στα νέα δεδομένα (ηλεκτροκίνηση, σταθμοί υδρογόνου, κ.λπ.). Τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου, όπως αποτυπώνονται στην παρούσα μελέτη, δημιουργούν ορισμένες αμφιβολίες για την οικονομική δυνατότητα των μικρότερων κυρίως επιχειρήσεων να τις υλοποιήσουν.

Δείτε αναλυτικά που πίνακες, τα διαγράμματα και την ανάλυση