Όπως προκύπτει από την τελευταία εξαμηνιαία έρευνα του ΙΕΛΚΑ για τις τάσεις στον κλάδο των ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων στρέφεται στην ενέργεια ως βασική προτεραιότητα στο πλαίσιο της στρατηγικής τους για τη βιωσιμότητα. Συγκεκριμένα, δύο στις τρεις επιχειρήσεις (67%) δηλώνουν ότι εστιάζουν στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους, το οποίο αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη κατηγορία δαπανών μετά το μισθολογικό.
Την ίδια ώρα, δύο στις πέντε επιχειρήσεις (43%) προχωρούν σε επενδύσεις για παραγωγή ενέργειας από εναλλακτικές πηγές, όπως τα φωτοβολταϊκά συστήματα, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την ενεργειακή τους αυτονομία και να περιορίσουν τις επιπτώσεις από τις διακυμάνσεις στις τιμές ρεύματος. Στις περιβαλλοντικές προτεραιότητες των επιχειρήσεων περιλαμβάνονται επίσης η αύξηση της ανακύκλωσης (50%) – ενόψει και της επικείμενης εφαρμογής του συστήματος εγγυοδοσίας φιαλών (DRS) –, η βιώσιμη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας (27%), η εκπαίδευση προσωπικού σε ESG πρακτικές (24%) και η μείωση σπατάλης τροφίμων (22%) και νερού (20%).
Τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι η ενεργειακή στρατηγική δεν αποτελεί μεμονωμένη επιλογή, αλλά αναγκαίο σκέλος μιας ευρύτερης προσπάθειας μείωσης του λειτουργικού κόστους, ενίσχυσης της βιωσιμότητας και προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις του καταναλωτικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος.
Άλλωστε το βασικό πρόβλημα που καταγράφουν τα στελέχη της αγοράς
είναι τα αυξημένα κόστη λειτουργίας, κάτι που διαχρονικά προβληματίζει τον κλάδο και το δηλώνει το σύνολο του δείγματος. Εξίσου σημαντικός είναι και ο προβληματισμός σε σχέση με το κόστος προμήθειας προϊόντων και πρώτων υλών σε ποσοστό 96%. Αυτό που καταγράφεται αυξημένο είναι σαν πρόβλημα είναι η εύρεση και ανάπτυξη προσωπικού σε ποσοστό 89%, με το 65% να το θεωρούν μεγάλο πρόβλημα, κάτι που δείχνει τις δυσκολίες στην προσέλκυση εργαζομένων ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Άλλα προβλήματα που καταγράφονται ως σημαντικά είναι η αβεβαιότητα του ευρύτερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η χαμηλή κερδοφορία και η κλιματική αλλαγή.
Σύμφωνα με την έρευνα, το ζήτημα της εύρεσης και ανάπτυξης προσωπικού αναδεικνύεται σε ακόμη πιο πιεστική πρόκληση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 89% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κάλυψη θέσεων εργασίας, με το 65% να το χαρακτηρίζει ως μείζον πρόβλημα. Όπως αναφέρεται σχετικά από το ΙΕΛΚΑ, Προκαλεί προβληματισμό ότι μόλις το 23% των επιχειρήσεων – 1 στις 4 –
δηλώνει πως δεν υπάρχουν κενές θέσεις προσωπικού, ενώ το υπόλοιπο 77% αναγνωρίζει ελλείψεις, με το 31% να αναφέρει 1-25 κενές θέσεις, το 7% 25-100 κενές θέσεις, το 5% 100-200 κενές θέσεις, το 11% 200-500 κενές θέσεις και το 5% πάνω από 500 θέσεις. Αν και δεν είναι εφικτό να γίνει σαφής υπολογισμός του πλήρους αριθμού κενών θέσεων εργασίας, είναι σαφές ότι πρόκειται για αρκετές χιλιάδες. Αυτή η τάση ειδικά το καλοκαίρι οφείλεται στις αυξημένες ανάγκες των επιχειρήσεων λόγω της τουριστικής περιόδου και του ανταγωνισμού προσέλκυσης εποχιακού προσωπικού με άλλους κλάδους της οικονομίας (τουρισμός, εστίαση
κλπ).
Σε αυτό το πλαίσιο, η τεχνητή νοημοσύνη αρχίζει να κάνει δειλά την εμφάνισή της στον κλάδο, κυρίως ως εργαλείο βελτιστοποίησης των λειτουργιών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η πλειοψηφία (54%) των επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει υιοθετήσει σχετικές εφαρμογές, το 33% εξακολουθεί να τις αγνοεί ή να τις απορρίπτει, ενώ μόλις το 14% δηλώνει άγνοια. Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η κατανομή των πεδίων εφαρμογής όπου η πλειονότητα περιορίζεται στη χρήση εργαλείων για data analytics και -2-business intelligence με 67% λόγω του μεγάλου όγκου δεδομένων που διαχειρίζονται, ακολουθούν η γραμματειακή υποστήριξη με 47%, η πρόβλεψη ζήτησης με 37% λόγω της σημασίας της για τη σωστή διαχείριση της παραγγελιοληψίας, η εφοδιαστική αλυσίδα με 33% και η εξυπηρέτηση πελάτων με 30%. Η εικόνα που διαγράφεται δείχνει ότι αν και γίνονται σοβαρά βήματα, υπάρχει ακόμα αρκετός δρόμος προτού η τεχνητή νοημοσύνη απαντήσει στα ουσιαστικά προβλήματα του κλάδου.