Η συμφωνία αποτέλεσε κομβικό στοιχείο της πρόσφατης συνάντησης της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον Ντόναλντ Τραμπ, στο πλαίσιο της εξομάλυνσης των εμπορικών σχέσεων και της συμφωνίας για τους δασμούς.
Σύμφωνα με ευρωπαίους αξιωματούχους που επικαλείται το Bloomberg, η δέσμευση συνεπάγεται ετήσιες εισαγωγές ύψους 250 δισ. δολαρίων από τις ΗΠΑ. Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων αμερικανικό LNG, πετρέλαιο και πυρηνική τεχνολογία, όπως οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs). Η φον ντερ Λάιεν ανέφερε ότι οι εκτιμήσεις βασίζονται στον ευρωπαϊκό σχεδιασμό για απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και στην αύξηση των εισαγωγών LNG από τις ΗΠΑ, το οποίο χαρακτήρισε «πιο προσιτό και ποιοτικά ανώτερο».
Ωστόσο, τα δεδομένα δείχνουν πως η κλίμακα αυτών των συναλλαγών είναι εξαιρετικά φιλόδοξη. Το 2024, οι εισαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ ανήλθαν μόλις σε 80 δισ. δολάρια, ενώ το σύνολο των αμερικανικών εξαγωγών ενέργειας διαμορφώθηκε στα 330 δισ. δολάρια. Η απόσταση από τον στόχο θεωρείται υπερβολικά μεγάλη. «Το ποσό είναι ανέφικτο – δεν είναι μόνο η περιορισμένη ζήτηση της ΕΕ, αλλά και η ανεπάρκεια προσφοράς από την πλευρά των ΗΠΑ», σχολίασε ο Davide Oneglia, της TS Lombard.
Η απουσία τεχνικών λεπτομερειών και μηχανισμού υλοποίησης ενισχύει την αίσθηση πως πρόκειται για μια πολιτική, παρά νομικά δεσμευτική συμφωνία. Δεν έχει παρουσιαστεί ανάλυση για το πώς θα επιτευχθεί ο στόχος, ούτε έχει αποσαφηνιστεί πώς θα ενεργοποιηθούν οι ιδιωτικές εταιρείες ώστε να συνεισφέρουν στις αγορές ή στις απαιτούμενες επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα των ΗΠΑ.
Ένα μέρος της συμφωνίας φαίνεται να εστιάζει στην ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Οι SMRs θεωρούνται μελλοντικά εργαλεία για την ενεργειακή μετάβαση, αλλά βρίσκονται ακόμη σε πειραματικό στάδιο και απαιτούν χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης. Επιπλέον, η συνεργασία με τις ΗΠΑ σε αυτόν τον τομέα ενδέχεται να έρθει σε σύγκρουση με τα σχέδια ενίσχυσης της ευρωπαϊκής πυρηνικής βιομηχανίας.
Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν και Επίτροπος για τις Διατλαντικές Σχέσεις, Μάρος Σέφκοβιτς, υπερασπίστηκε τη συμφωνία, δηλώνοντας πως «οι στόχοι είναι εφικτοί» και κάνοντας λόγο για «πυρηνική αναγέννηση» στην Ευρώπη, η οποία μπορεί να αξιοποιήσει την αμερικανική τεχνογνωσία.
Σύμφωνα με στοιχεία της Kpler, το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι ευρωπαϊκές εισαγωγές πετρελαίου από τις ΗΠΑ ανήλθαν σε 1,53 εκατ. βαρέλια ημερησίως, με το 86% να αφορά αργό πετρέλαιο. Η αξία τους ανήλθε σε περίπου 19 δισ. δολάρια, καλύπτοντας περίπου το 14% της ημερήσιας κατανάλωσης πετρελαίου της ΕΕ (10,66 εκατ. βαρέλια). Σε κάποιες περιόδους, οι ροές ξεπέρασαν τα 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως – ποσότητα που αντιστοιχεί στο ήμισυ των εξαγωγών πετρελαίου των ΗΠΑ.
Στον τομέα του LNG, η ΕΕ παραμένει βασικός αγοραστής αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου, ωστόσο η εμπορική ευελιξία των φορτίων (χωρίς δεσμευτικό προορισμό) σημαίνει πως ακόμα και ευρωπαϊκές εταιρείες μπορούν να τα μεταπωλήσουν στην Ασία αν εξασφαλίσουν καλύτερες τιμές. Αυτό δημιουργεί αβεβαιότητα για τη σταθερότητα των ροών προς την Ευρώπη.
Η Florence Schmit, της Rabobank, επισημαίνει ότι η συμφωνία θα είχε ουσιαστικό αντίκτυπο «μόνο αν οι ΗΠΑ πουλούσαν απευθείας LNG ή αν η ΕΕ πλήρωνε υψηλότερη τιμή από τους Ασιάτες εισαγωγείς». Ακόμα κι αν η Ευρώπη προχωρήσει σε επενδύσεις σε αμερικανικές υποδομές LNG, οι αντίστοιχες ροές δεν θα υλοποιηθούν πριν από το τέλος της θητείας Τραμπ.
Παράλληλα, οι δηλώσεις του Jean-Christian Heintz, ανεξάρτητου συμβούλου LNG, τονίζουν τις αδυναμίες της κοινής ευρωπαϊκής πλατφόρμας αγορών φυσικού αερίου, η οποία – παρά τις αρχικές προσδοκίες – έχει περιορισμένη απήχηση και λίγες συγκεκριμένες συμβάσεις.
Στις Βρυξέλλες, η συμφωνία ερμηνεύεται κυρίως ως απόπειρα ενίσχυσης της διατλαντικής συνεργασίας, με φόντο τις γεωπολιτικές ισορροπίες και τις εμπορικές εντάσεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ΕΕ αξιοποιεί τα ενεργειακά ως εργαλείο σύγκλισης. Αντίστοιχη συμφωνία είχε προηγηθεί το 2022 με τον Τζο Μπάιντεν, για την ενίσχυση των ροών LNG εν μέσω της ενεργειακής κρίσης. Το ζητούμενο πλέον είναι η μετάβαση από τις βραχυπρόθεσμες συμφωνίες σε μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις με ουσιαστικό ενεργειακό και εμπορικό αποτύπωμα.