Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από την παγκόσμια εταιρεία αναλύσεων Omdia, αναδεικνύει ότι αυτά τα κόστη προκύπτουν από λειτουργικές αναποτελεσματικότητες, downtime, δαπανηρές προσαρμογές συμμόρφωσης και καθυστερήσεις στην παραγωγή, ζητήματα που συχνά κρύβονται πίσω από την αντιλαμβανόμενη αξιοπιστία των παλαιότερων αυτοματισμών. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι απώλειες φτάνουν τα 45,18 εκατ. δολάρια, ενώ οι μικρότεροι κατασκευαστές αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερες αναλογικές επιπτώσεις, χάνοντας έως και 25% των ετήσιων εσόδων τους.
Τα παραδοσιακά, hardware-defined συστήματα αυτοματισμού, σχεδιασμένα για στατικά περιβάλλοντα, δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις σύγχρονες δυναμικές βιομηχανικές ανάγκες. Η ακαμψία τους μετατρέπει τις τακτικές ενημερώσεις σε κοστοβόρα τεχνικά έργα, ενώ οι κλειστές αρχιτεκτονικές περιορίζουν την πρόσβαση στα δεδομένα, μειώνοντας τη διορατικότητα και την ταχύτητα ανταπόκρισης.
Στον πυρήνα της πρόκλησης βρίσκεται η πολυπλοκότητα του hardware. Οι περισσότερες εταιρείες λειτουργούν με 2 έως και πάνω από 10 διαφορετικές πλατφόρμες, καθεμία με τις δικές της ανάγκες συντήρησης. Αυτή η ετερογένεια ενισχύει την εξάρτηση από προμηθευτές· το 30% των ζητημάτων απαιτεί εξειδικευμένη υποστήριξη, γεγονός που πιέζει την αποδοτικότητα του εργατικού δυναμικού, ειδικά σε μια περίοδο που η βιομηχανία αντιμετωπίζει ελλείψεις σε προσωπικό και δεξιότητες. Τα απομονωμένα συστήματα δυσχεραίνουν επίσης την προγνωστική συντήρηση και την ταχεία επίλυση προβλημάτων, οδηγώντας σε δαπανηρό downtime και απώλεια παραγωγικότητας. Οι αναποτελεσματικότητες αυτές κλιμακώνονται σε ολόκληρη τη λειτουργία, μειώνοντας την ευελιξία.
Η έρευνα αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη για μετασχηματισμό. Ο ανοιχτός, software-defined αυτοματισμός προσφέρει μια έτοιμη για το μέλλον λύση που εκσυγχρονίζει τα legacy συστήματα, επιταχύνει την απόδοση της επένδυσης και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και ανθεκτικότητα της βιομηχανίας.
Με τον διαχωρισμό του λογισμικού από το hardware, οι κατασκευαστές αποκτούν την ευελιξία να ενσωματώνουν συστήματα πολλαπλών προμηθευτών, να προσαρμόζονται γρήγορα στις μεταβολές της αγοράς, να παράγουν αποτελεσματικά μικρές παρτίδες και να γεφυρώνουν τα κενά δεξιοτήτων. Τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο γίνονται αξιοποιήσιμα, οδηγώντας σε πιο έξυπνες αποφάσεις, αυξημένη παραγωγικότητα και σημαντική μείωση του κόστους.
Οι πελάτες της Schneider Electric ήδη αποκομίζουν αυτά τα οφέλη. Πολλοί ξεκινούν με πιλοτικά έργα ή δοκιμές σε επίπεδο εξοπλισμού και στη συνέχεια επεκτείνονται σε ολόκληρες εγκαταστάσεις ή πολλαπλές τοποθεσίες, κερδίζοντας πλήρη ιδιοκτησία των δεδομένων τους, βελτιωμένο έλεγχο ποιότητας και μεγαλύτερη διαφάνεια κόστους, ενώ παράλληλα προστατεύουν τις υπάρχουσες επενδύσεις τους.
«Αυτή η έρευνα επιβεβαιώνει όσα ακούμε καθημερινά από τους πελάτες μας: τα βιομηχανικά συστήματα πρέπει να προσαρμόζονται με τον ίδιο ρυθμό που αλλάζουν οι αγορές τους», δήλωσε η Gwenaëlle Avice Huet, Executive Vice President, Industrial Automation, της Schneider Electric. «Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις, η ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας, μπορούν να επωφεληθούν περισσότερο από τις ετήσιες εξοικονομήσεις, τις οποίες μπορούν να επενδύσουν ξανά στην καινοτομία και την ανάπτυξη. Ο ανοιχτός, software-defined αυτοματισμός είναι μια αποδεδειγμένη λύση που δίνει τη δύναμη σε βιομηχανικούς παίκτες κάθε μεγέθους να χτίσουν ανθεκτικότητα, να επιταχύνουν την καινοτομία και να ευδοκιμήσουν μέσα σε περιβάλλον αυξανόμενων απαιτήσεων των καταναλωτών, ρυθμιστικών πιέσεων και μεταβλητότητας των αγορών».
Οι βασικές κατηγορίες κόστους χωρίζονται σε τέσσερα κρίσιμα πεδία ετησίως:
- 6,1 εκατ. δολάρια σε απώλειες Ευελιξίας & Ανθεκτικότητας Λειτουργιών. Τα άκαμπτα συστήματα hardware περιορίζουν την ανταπόκριση στις μεταβολές της αγοράς, καθώς το 77,4% απαιτεί φυσικές παρεμβάσεις για ενημερώσεις λειτουργικότητας, ενώ οι πολλαπλές πλατφόρμες προμηθευτών αυξάνουν την πολυπλοκότητα ενσωμάτωσης. Το κόστος τροποποιήσεων κυμαίνεται από 25.000–50.000 δολάρια ανά ώρα, φτάνοντας έως και 250.000 δολάρια/ώρα για εταιρείες άνω του 1 δισ. δολαρίων.
- 2,28 εκατ. δολάρια σε κόστη Βελτιστοποίησης & Αποτελεσματικότητας. Κόστη συντήρησης, downtime και ελλείψεις ταλέντου προκαλούν επιχειρησιακές αναποτελεσματικότητες, καθώς η πολυπλοκότητα του hardware τις επιτείνει. Οι εταιρείες διαχειρίζονται κατά μέσο όρο 2–10 διαφορετικά βιομηχανικά συστήματα, ενώ το 29% χρησιμοποιεί πάνω από 10 πλατφόρμες hardware, καθεμία με δικές της απαιτήσεις διαχείρισης.
- 1,2 εκατ. δολάρια σε αποτρέψιμες απώλειες Ποιότητας και δαπανηρή διαχείριση δεδομένων. Τα κλειστά, proprietary συστήματα δημιουργούν data silos και περιορίζουν την ενσωμάτωση. Μόνο το 28% των εταιρειών έχει πρόσβαση σε real-time insights· οι μισές αναφέρουν ότι 20–39% κρίσιμων δεδομένων δεν είναι διαθέσιμα σε πραγματικό χρόνο.
- 1,7 εκατ. δολάρια σε κόστη Βιωσιμότητας & Συμμόρφωσης. Οι ρυθμιστικές αλλαγές επιβάλλουν δαπανηρές αναβαθμίσεις hardware, αυξάνοντας σημαντικά τα κόστη συμμόρφωσης.
Η Anna Ahrens, Principal Analyst στην Omdia, πρόσθεσε: «Απέναντι στις αυξανόμενες πιέσεις, οι βιομηχανικοί ηγέτες εφαρμόζουν στοχευμένες λύσεις για να στηρίξουν τις βασικές προτεραιότητές τους: ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και εμπιστοσύνη. Σε έναν κόσμο όπου οι κύκλοι ζωής προϊόντων μικραίνουν, οι εφοδιαστικές αλυσίδες κατακερματίζονται και τα κενά δεξιοτήτων διευρύνονται, η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα δεν είναι επιλογές — είναι όρος επιβίωσης. Κάθε τρίμηνο που μια επιχείρηση καθυστερεί να αντιμετωπίσει το κόστος των κλειστών οικοσυστημάτων αυτοματισμού, είναι πάνω από 1 εκατ. δολάρια χαμένης αξίας: χρήματα που θα μπορούσαν να επενδυθούν ξανά στην ανάπτυξη και την καινοτομία».






