Η Ελλάδα θα μπορούσε να δει σημαντική μείωση στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, ακόμη και έως 23%, αν προχωρήσει η ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας. Αυτό προκύπτει από έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία εξετάζει πώς η στενότερη συνεργασία και ο καλύτερος συντονισμός σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να οδηγήσουν σε φθηνότερο ρεύμα, πιο σταθερές τιμές και περισσότερες επενδύσεις σε καθαρές μορφές ενέργειας.
Η μελέτη, με τίτλο «Lifting Binding Constraints on Growth in Europe: Actionable Priorities to Deepen the Single Market» επικεντρώνεται στα «δεσμευτικά εμπόδια» που περιορίζουν την ανάπτυξη σε ολόκληρη την ΕΕ. Το ΔΝΤ εντοπίζει τέσσερις βασικούς παράγοντες που εμποδίζουν την καινοτομία και την κλιμάκωση των επιχειρήσεων: κατακερματισμένους κανονισμούς, ανεπαρκή χρηματοδότηση, περιορισμένη διασυνοριακή κινητικότητα εργατικού δυναμικού και αποσπασματική αγορά ενέργειας.
Μεταξύ άλλων η μελέτη αναλύει το πως η ενσωμάτωση σε μια πιο ολοκληρωμένη και σταθερή ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, θα μπορούσε να περιορίσει τις διακυμάνσεις τιμών και να δημιουργήσει πιο φιλικό περιβάλλον για επενδύσεις.
Όπως τονίζεται στη μελέτη η Ελλάδα συγκαταλέγεται σήμερα στις χώρες με το ακριβότερο ηλεκτρικό ρεύμα στην Ευρώπη. Η ενεργειακή κρίση που ξέσπασε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανέδειξε τα διαρθρωτικά προβλήματα: εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα, ανεπαρκείς διασυνδέσεις με τα δίκτυα άλλων χωρών και μεγάλες καθυστερήσεις στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών. Χαρακτηριστικά το ΔΝΤ αναφέρει ότι για να πάρει άδεια ένα νέο αιολικό πάρκο στην Ελλάδα μπορεί να χρειαστούν μέχρι και εννέα χρόνια. Αυτή η γραφειοκρατία αποθαρρύνει τους επενδυτές, περιορίζει την παραγωγή φθηνής ενέργειας και διατηρεί ψηλά τις τιμές.
Το ΔΝΤ προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση. Ζητά να υπάρξει ένα κοινό στρατηγικό σχέδιο για την Ευρώπη, με στόχο να συντονιστούν καλύτερα οι πολιτικές και οι επενδύσεις. Ένα τέτοιο σχέδιο θα βοηθούσε να εντοπιστούν οι πιο κρίσιμες και αποδοτικές επενδύσεις σε δίκτυα, αποθήκευση και παραγωγή, ώστε να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες κάθε χώρας. Παράλληλα, χρειάζεται να απλουστευτούν οι διαδικασίες αδειοδότησης και να μπουν σαφή χρονοδιαγράμματα, ώστε τα έργα να προχωρούν γρήγορα και να φτάνουν στην αγορά περισσότερες ποσότητες φθηνής, καθαρής ενέργειας.