Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να υιοθετεί ολοένα και πιο συστηματικά μια τακτική πολιτικής και κοινωνικής σπίλωσης: όποιος αμφισβητεί, όποιος διεκδικεί, όποιος σηκώνει κεφάλι απέναντι στο «επιτελικό κράτος του Μαξίμου», αντιμετωπίζεται όχι ως συνομιλητής αλλά ως εχθρός.
Ο αιφνιδιαστικός οικονομικός έλεγχος του ΣΔΟΕ στον Σύλλογο Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών και η παράλληλη ανάδειξη ελέγχου σε βάρος του αγροτοσυνδικαλιστή Κ. Ανεστίδη που ηγείται του μπλόκου των Μαλγάρων για φερόμενες παράνομες επιδοτήσεις από τον ΟΠΕΠΕΚΕ, δεν μπορούν να ιδωθούν αποκομμένα από το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Δεν πρόκειται απλώς για «ουδέτερους ελέγχους» ενός κράτους δικαίου που λειτουργεί υποδειγματικά. Πρόκειται για κινήσεις με έντονο πολιτικό φορτίο, που έρχονται σε μια χρονική στιγμή όπου η κοινωνική πίεση προς την κυβέρνηση παραμένει ισχυρή και αμείωτη.
Στην περίπτωση των Τεμπών, μιλάμε για ανθρώπους που έχασαν τα παιδιά τους και αρνήθηκαν να σιωπήσουν. Που δεν αποδέχθηκαν το αφήγημα της «ανθρώπινης αστοχίας» και απαίτησαν λογοδοσία για ένα έγκλημα με σαφή κρατική διάσταση. Που κατάφεραν να βγάλουν στους δρόμους εκατομμύρια πολίτες να διαμαρτυρηθούν για το «μπάζωμα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η παρουσία του ΣΔΟΕ στον Σύλλογο, ανεξαρτήτως της τυπικής νομιμότητας του ελέγχου, στέλνει ένα σαφές μήνυμα: όποιος διεκδικεί δικαιοσύνη ακόμη και για τους νεκρούς του και κλονίζει έτσι το κυβερνητικό αφήγημα, θα μπαίνει στο στόχαστρο της εξουσίας.
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και στον αγροτικό χώρο. Ο αγροτοσυνδικαλιστής που πρωταγωνιστεί σε κινητοποιήσεις και συγκρούσεις με την κυβερνητική πολιτική, παρουσιάζεται αιφνιδίως ως εν δυνάμει παραβάτης. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ανέχεται τις διεκδικήσεις και κάνει τα πάντα για να πλήξει την αξιοπιστία όλων όσων θεωρεί επικίνδυνους για τις τακτικές της και τις αποτυχίες της.
Δεν χρειάζεται να αποδείξει κάτι. Αρκεί η σκιά. Αρκεί ο υπαινιγμός. Αρκεί η εξίσωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας με την παρανομία. Πρόκειται για μια βαθιά αντιδημοκρατική λογική, όπου ο έλεγχος δεν λειτουργεί ως μηχανισμός διαφάνειας αλλά ως μέσο εκφοβισμού.
Το πρόβλημα δεν είναι οι έλεγχοι αυτοί καθαυτοί. Σε ένα κράτος δικαίου, όλοι ελέγχονται. Το πρόβλημα είναι η επιλεκτικότητα, ο χρόνος και η στόχευση. Όταν οι έλεγχοι ενεργοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά σε πρόσωπα και συλλογικότητες που ασκούν πίεση στην κυβέρνηση, τότε η αθωότητα των προθέσεων τίθεται εύλογα υπό αμφισβήτηση.
Αυτή η τακτική δεν στοχεύει μόνο στους άμεσους «αντιπάλους». Στοχεύει συνολικά στην κοινωνία. Στέλνει το μήνυμα ότι η διεκδίκηση έχει κόστος, ότι η φωνή μπορεί να μετατραπεί σε πρόβλημα, ότι η αντίσταση συνεπάγεται προσωπικό ρίσκο. Είναι μια στρατηγική φόβου και αποθάρρυνσης, ντυμένη με τον μανδύα της θεσμικότητας.
Όμως η ιστορία δείχνει ότι τέτοιες πρακτικές, αντί να ενισχύουν την εξουσία, τη φθείρουν. Διότι όταν η πολιτική αντικαθίσταται από τη σπίλωση, η δημοκρατία υποχωρεί. Και όταν το κράτος αντιμετωπίζει την κοινωνία ως ύποπτη, τότε αργά ή γρήγορα χάνει τη νομιμοποίησή του.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να επιλέξει αν θέλει να κυβερνά με διάλογο ή με φόβο. Προς το παρόν, δείχνει να επιλέγει το δεύτερο. Και αυτό είναι ίσως το πιο ανησυχητικό πολιτικό της αποτύπωμα.






