Έως τις αρχές του 2026 η απόφαση του ACER για το νέο μοντέλο εξισορρόπησης ηλεκτρισμού στην Ευρώπη

Έως τις αρχές του 2026 η απόφαση του ACER για το νέο μοντέλο εξισορρόπησης ηλεκτρισμού στην Ευρώπη
Παρασκευή, 10/10/2025 - 08:25

Στην ανάγκη για πιο αποδοτική και διαφανή λειτουργία της αγοράς εξισορρόπησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη απαντά η πρόταση του ACER του Ευρωπαίου Ρυθμιστή Ενέργειας για τις αλλαγές στη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για την εξισορρόπηση ηλεκτρισμού σε διασυνοριακές και περιφερειακές αγορές.

Η απόφαση του Ευρωπαίου Διαχειριστή για τις αλλαγές αναμένεται έως τις αρχές του 2026 ενώ μέχρι τις 31 Οκτωβρίου οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν σχόλια επί της πρότασης. Η πρωτοβουλία για την αναθεώρηση της μεθοδολογίας που εφαρμόζεται για την εξισορρόπηση ηλεκτρισμού στο διασυνοριακό εμπόριο προήλθε από τον ENTSO-E, τον Ευρωπαϊκό φορέα των Διαχειριστών και ο ACER έχει ζητήσει από τους ενδιαφερόμενους να υποβάλλουν σχόλια και ερωτήσεις επί της πρότασης του ENTSO-E έως τις 31 Οκτωβρίου.

Η εξισορρόπηση είναι αναγκαία προκειμένου οι Διαχειριστές Συστημάτων Μεταφοράς (ΔΣΜ) να διατηρούν πάντα σε ισορροπία το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας. Οι Διαχειριστές συνήθως προμηθεύονται την απαιτούμενη δυναμικότητα εξισορρόπησης σε εθνικό επίπεδο, αλλά για να μειώσουν το κόστος προμήθειας, μπορούν να επιλέξουν να χρησιμοποιήσουν διαθέσιμες εθελοντικές προσφορές εξισορρόπησης από άλλες χώρες (π.χ. που διατίθενται όταν η τοπική δυναμικότητα υπερβαίνει τις εθνικές ανάγκες). Εάν αναμένεται να είναι διαθέσιμη δυναμικότητα μεταφοράς σε όλες τις ζώνες προσφοράς κατά την εξισορρόπηση, αυτές οι προσφορές μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση των αναγκών δυναμικότητας εξισορρόπησης.

Η μεθοδολογία για την περιφερειακή προμήθεια δυναμικότητας εξισορρόπησης επιτρέπει στα περιφερειακά κέντρα συντονισμού (RCC) να αξιολογήσουν πώς οι εθελοντικές προσφορές εξισορρόπησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά σε διασυνοριακό επίπεδο. Μετά από αυτήν την αξιολόγηση, τα περιφερειακά κέντρα συντονισμού παρέχουν στους Διαχειριστές συστάσεις για τη μείωση του όγκου της προμηθευόμενης δυναμικότητας εξισορρόπησης, αξιοποιώντας έτσι την ευελιξία του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ.

Οι Ευρωπαίοι Διαχειριστές προτείνουν την ενημέρωση των παραμέτρων αξιοπιστίας που χρησιμοποιούνται από τα περιφερειακά κέντρα συντονισμού για την αξιολόγηση της διαθεσιμότητας διαζωνικής δυναμικότητας και των εθελοντικών προσφορών εξισορρόπησης. Πρόκειται για μία σημαντική αλλαγή, καθώς οι παράμετροι αξιοπιστίας πρέπει να αντικατοπτρίζουν τα πιο επίκαιρα δεδομένα, επιτρέποντας στους Διαχειριστές να προμηθεύονται δυναμικότητα εξισορρόπησης αποτελεσματικά και ταυτόχρονα να διαχειρίζονται τους λειτουργικούς τους κινδύνους.

Σύμφωνα με τον ENTSO-E η αλλαγή αυτή μπορεί να προωθήσει πιο διαφανή και συντονισμένη διαδικασία, βελτιώνοντας την εξισορρόπηση του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ.

Η συζήτηση έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, καθώς το κόστος εξισορρόπησης είναι έως και τέσσερις φορές υψηλότερο από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με μελέτη της Grant Thornton. Όπως προκύπτει από την ίδια μελέτη την περίοδο 2024-2025 η μέση χρέωση εξισορρόπησης ανήλθε σε 12,2 ευρώ/MWh, έναντι 3 ευρώ/MWh στην Ιταλία και σχεδόν μηδενικών τιμών στις περισσότερες χώρες της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης. Από τον Σεπτέμβριο του 2024 και μετά, η αύξηση του κόστους είναι εντυπωσιακή, καθώς ο Λογαριασμός Προσαυξήσεων 3 (ΛΠ3), που αφορά στο κόστος ανακατανομής μονάδων από τον ΑΔΜΗΕ, έχει εκτοξευθεί έως και 150% σε σχέση με πέρυσι. Ο ΛΠ3 αποτελεί έναν από τους βασικούς λογαριασμούς της Αγοράς Εξισορρόπησης, την οποία διαχειρίζεται ο ΑΔΜΗΕ, και αποτυπώνει τις χρεώσεις για τις μονάδες που εντάσσονται ή αποσύρονται από το σύστημα με εντολή του Διαχειριστή. Η σημασία της εξισορρόπησης δεν είναι μόνο τεχνική, αλλά και οικονομική, αφού το σχετικό κόστος μετακυλίεται στην τελική τιμή του ρεύματος, προστιθέμενο στη χονδρεμπορική τιμή που διαμορφώνεται στην Αγορά Επόμενης Ημέρας και στην Προημερήσια Αγορά. Η συνεχώς αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ, αν και συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών, αυξάνει παράλληλα τις ανάγκες για εξισορρόπηση του συστήματος, εντείνοντας τις πιέσεις στους λογαριασμούς των καταναλωτών.