Η τιμή του ρεύματος για τα ελληνικά νοικοκυριά υποχώρησε κατά 8% σε σχέση με τον Αύγουστο, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μείωση στην Ευρώπη. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στη σημαντική πτώση των χονδρεμπορικών τιμών τον Αύγουστο, καθώς τα περισσότερα κυμαινόμενα τιμολόγια στην Ελλάδα είναι ευθέως συνδεδεμένα με την τιμή της αγοράς επόμενης ημέρας, γεγονός που επιτρέπει την ταχύτερη μετακύλιση των μειώσεων στη λιανική.
Η μέση λιανική τιμή ρεύματος στην Αθήνα διαμορφώθηκε στα 25,43 σεντς/kWh, έναντι 27,47 σεντς που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ-27. Η χώρα παραμένει κάτω από τη μεσαία ζώνη τιμών, φθηνότερη από πρωτεύουσες όπως το Βερολίνο, το Δουβλίνο, το Λονδίνο και η Πράγα, αλλά ακριβότερη από τη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι και το Κίεβο, όπου οι τιμές παραμένουν στα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρώπης. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν σε Βίλνιους (+3%), Λιουμπλιάνα (+2%), Λονδίνο, Στοκχόλμη και Ταλίν (+2%), ενώ μικρότερες μειώσεις καταγράφηκαν σε Βρυξέλλες (-3%), Βερολίνο, Λισαβόνα, Μαδρίτη και Όσλο (-1%). Όταν, ωστόσο, οι τιμές προσαρμοστούν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), η εικόνα διαφοροποιείται. Το κόστος για τα ελληνικά νοικοκυριά ανέρχεται σε 24,7 μονάδες PPS, υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 22,6 μονάδων, γεγονός που σημαίνει ότι, παρά τη χαμηλότερη ονομαστική τιμή, το ρεύμα παραμένει σχετικά πιο “βαρύ” για τους Έλληνες καταναλωτές. Η διαφορά αυτή αντικατοπτρίζει τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη και το μεγαλύτερο ενεργειακό βάρος που εξακολουθεί να έχουν οι ελληνικές οικογένειες στους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.
Σύμφωνα με την έρευνα της HEPI, η στροφή προς τα σταθερά τιμολόγια συνεχίζεται σε όλη την Ευρώπη, καθώς οι αγορές ενέργειας σταθεροποιούνται και οι πάροχοι επαναφέρουν μακροχρόνιες προσφορές. Στην Αθήνα, τα σταθερά προγράμματα παραμένουν ελαφρώς ακριβότερα από τα κυμαινόμενα, με τιμή γύρω στα 25–26 σεντς/kWh, ωστόσο η διαφορά είναι περιορισμένη, υποδηλώνοντας μια ισορροπία μεταξύ προβλεψιμότητας και κόστους για τα νοικοκυριά.
Σε ό,τι αφορά την τιμή του φυσικού αερίου, η Αθήνα βρίσκεται κάτω από τη μεσαία ζώνη του ευρωπαϊκού δείκτη, σύμφωνα με τα στοιχεία του HEPI για τον Σεπτέμβριο 2025. Η μέση τιμή για τα ελληνικά νοικοκυριά διαμορφώθηκε στα 7,87 σεντς ανά κιλοβατώρα, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ-27 ανήλθε σε 10,65 σεντς/kWh. Η διαφορά, που αγγίζει το –26%, κατατάσσει την Ελλάδα στις πιο προσιτές αγορές φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όταν όμως υπολογιστεί το κόστος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη το εισόδημα και το επίπεδο τιμών κάθε χώρας, η εικόνα διαφοροποιείται. Για τα ελληνικά νοικοκυριά, η τιμή του φυσικού αερίου ανέρχεται σε 9,7 μονάδες PPS, υψηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (11,3 μονάδες), γεγονός που κατατάσσει τη χώρα κοντά στη μεσαία ευρωπαϊκή κατηγορία, όπου η σχετική επιβάρυνση είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το ονομαστικό επίπεδο τιμών.
Η αποκλιμάκωση των τιμών αντανακλά τη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του δείκτη TTF μεταξύ 31 και 34 ευρώ/MWh και την επάρκεια των ευρωπαϊκών αποθεμάτων (82%). Παράλληλα, η αυξημένη προσφορά LNG από τις ΗΠΑ και η μειωμένη ζήτηση από την Ασία διαμόρφωσαν πιο ήπιες συνθήκες κόστους για τα νοικοκυριά, ενόψει της έναρξης της χειμερινής περιόδου.