Οι προμηθευτές δίνουν έμφαση στην προσέλκυση νέων πελατών, με στρατηγικές που περιλαμβάνουν ιδιαίτερα χαμηλά τιμολόγια – κάποιες φορές μάλιστα όπως με τα περιθώρια κέρδους να είναι σχεδόν μηδενικά ή και με αρνητικό αποτέλεσμα προκειμένου να διευρύνουν τα μερίδιά τους, όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς.
Η επιθετική εμπορική πολιτική που ακολουθούν αρκετές εταιρείες αποτυπώνεται τόσο στις τιμές όσο και στον τρόπο πώλησης, με τη στήριξη δικτύων συνεργατών και συμβούλων ενέργειας. Οι τελευταίοι αναλαμβάνουν ρόλο μεσολαβητή μεταξύ καταναλωτή και παρόχου, προτείνοντας διαφορετικά πακέτα, συχνά από μήνα σε μήνα, με κριτήριο την άμεση οικονομική απόδοση. Αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντική ανακύκλωση πελατολογίων και σε αυξημένη μετακίνηση μεταξύ παρόχων.
Εκτιμάται ότι μέσα σε έναν χρόνο, έως και το 50% των πελατών ενός παρόχου μπορεί να έχει αλλάξει εταιρεία, γεγονός που καταδεικνύει τη ρευστότητα της αγοράς αλλά και τις δυσκολίες διατήρησης σταθερού χαρτοφυλακίου. Την ίδια ώρα, η συνεχής μετακίνηση πελατών δημιουργεί ζητήματα ως προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, ενώ εντείνει και τα φαινόμενα του λεγόμενου «ενεργειακού τουρισμού».
Η αυξανόμενη πίεση αποτυπώνεται εντονότερα στις μικρότερες εταιρείες προμήθειας, που καλούνται να ανταγωνιστούν τους καθετοποιημένους ομίλους – αυτούς δηλαδή που δραστηριοποιούνται παράλληλα στην παραγωγή ή/και στη χονδρική προμήθεια ενέργειας και έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν ελκυστικότερα τιμολόγια. Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, η υφιστάμενη δυναμική δύσκολα θα μπορούσε να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα, με τις συγχωνεύσεις και εξαγορές να εμφανίζονται ως πιθανό σενάριο στο άμεσο μέλλον, οδηγώντας σε μεγαλύτερη συγκέντρωση στον κλάδο.
Παράλληλα, στο πεδίο των επιλογών των καταναλωτών, διαμορφώνεται πλέον μια σαφής μετατόπιση προς τα σταθερά τιμολόγια – τα λεγόμενα «μπλε» προγράμματα. Τα κυμαινόμενα «κίτρινα» τιμολόγια, τα οποία εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις της χονδρικής αγοράς, φαίνεται να υποχωρούν σε δημοφιλία, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλούν οι συχνές αυξομειώσεις. Πολλοί καταναλωτές, ιδίως σε περιόδους ασταθούς τιμολόγησης, επιλέγουν τη σιγουριά μιας σταθερής χρέωσης, ακόμη και αν αυτή είναι υψηλότερη.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του κλάδου, περισσότεροι από 1 εκατομμύριο καταναλωτές έχουν ήδη στραφεί σε σταθερά τιμολόγια, ενώ κάθε μήνα περίπου 50.000 νέες συνδέσεις αφορούν σταθερές χρεώσεις. Το ποσοστό των νέων πωλήσεων που αφορά σε «μπλε» τιμολόγια αγγίζει πλέον το 50%, γεγονός που επιβεβαιώνει την αλλαγή προσανατολισμού των καταναλωτών.
Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκτιμήσεις για τα τιμολόγια του Ιουνίου. Παρά τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση της μέσης τιμής στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού (Αγορά Επόμενης Ημέρας), οι ενδείξεις συγκλίνουν σε αύξηση των τιμών λιανικής. Συγκεκριμένα, η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 105,91 ευρώ/MWh τον Μάρτιο, υποχώρησε στα 89,05 ευρώ/MWh τον Απρίλιο και κινείται κοντά στα 85 ευρώ/MWh για τον Μάιο. Ωστόσο, οι πάροχοι δεν βασίζουν τις αποφάσεις τους μόνο στα ιστορικά στοιχεία της χονδρικής, αλλά κυρίως στις εκτιμήσεις για την εξέλιξη των τιμών τον επόμενο μήνα.
Με το φυσικό αέριο να έχει φτάσει στα 37 ευρώ/MWh και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) ηλεκτρικής ενέργειας στην Κεντρική Ευρώπη να εμφανίζουν αύξηση της τάξης του 15%, η ανοδική τάση των τιμολογίων για τον Ιούνιο θεωρείται σχεδόν βέβαιη. Μια αύξηση της τάξης του 10% σε σχέση με τον Μάιο δεν αποκλείεται, ιδίως σε προϊόντα που προσφέρονται με σταθερή τιμολόγηση.