Πρόκληση για την Ελλάδα η ενίσχυση των φυσικών καταβοθρών άνθρακα

Πρόκληση για την Ελλάδα η ενίσχυση των φυσικών καταβοθρών άνθρακα
Τρίτη, 10/10/2023 - 06:38

Σημαντικές προκλήσεις θέτει στην Ελλάδα ο νέος στόχος που έθεσε η ΕΕ για την ενίσχυση των φυσικών καταβοθρών άνθρακα ο οποίος εγκρίθηκε χθες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Και ένας από τους βασικούς λόγους είναι οι μεγάλες φωτιές που έχουν πλήξει τα ελληνικά δάση τα τελευταία χρόνια, αλλά και οι πλημύρες στη Θεσσαλία που έπληξαν την αγροτική παραγωγή.

Ο νέος στόχος της ΕΕ προβλέπει καθαρές απορροφήσεις άνθρακα από φυσικές καταβόθρες στα 310 εκατομμύρια τόνους (Mt) ισοδύναμου CO2 έως το 2030. Με τη νέα νομοθεσία η ΕΕ αυξάνει τον στόχο για τις απορροφήσεις άνθρακα στη χρήση γης και τη δασοκομία, ώστε να μειωθούν τα αέρια του θερμοκηπίου στην ΕΕ ως και κατά 57% σε σχέση με το 1990. Η επίτευξη του στόχου αυτού κατά την επόμενη δεκαετία είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου, αφενός, να καταστεί η Ευρώπη η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος στον κόσμο έως το 2050 και, αφετέρου, να γίνει πραγματικότητα η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.

Και το νέο νομοθετικό πλαίσιο πέρασε μια τριετία σκληρών διαβουλεύσεων. Η αναθεώρηση του κανονισμού για δραστηριότητες χρήσης γης, αλλαγής χρήσης γης και δασοπονίας (LULUCF) είναι μία από τις προτάσεις προσαρμογής στον στόχο του 55 % που υπέβαλε η Κομισιόν τον Ιούλιο του 2021 για να καταστούν οι πολιτικές της ΕΕ για το κλίμα, την ενέργεια, τη χρήση γης, τις μεταφορές και τη φορολογία κατάλληλες για τη μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55 % έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.

Ο τομέας LULUCF είναι υπεύθυνος τόσο για την εκπομπή όσο και για την απορρόφηση CO2 από την ατμόσφαιρα, και καλύπτει συγκεκριμένα τη χρήση εδαφών, δένδρων, φυτών, βιομάζας και ξυλείας. Οπότε, υπήρχαν μεγάλα συμφέροντα που είχαν τις δικές τους απόψεις για τους τελικούς στόχους.

Η συμφωνία απλουστεύει τους υφιστάμενους κανόνες και βελτιώνει την ποιότητα της παρακολούθησης, της υποβολής εκθέσεων και της επαλήθευσης των εκπομπών και των απορροφήσεων, με τη χρήση ακριβέστερης παρακολούθησης δεδομένων, όπως τα γεωγραφικά δεδομένα και η τηλεπισκόπηση.

Αυτό που είναι σημαντικό είναι πως τα κράτη μέλη θα είναι υπεύθυνα για τη φροντίδα και την επέκταση των καταβοθρών διοξειδίου του άνθρακα ώστε να επιτύχουν τον νέο στόχο της ΕΕ και θα έχουν στη διάθεσή τους πολλά μέτρα για τη βελτίωση της διαχείρισης της γης τους, συμπεριλαμβανομένης της βιώσιμης διαχείρισης των δασών ή της επανύγρανσης τυρφώνων.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επικαιροποιήσουν τα στρατηγικά τους σχέδια στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), ώστε να αντικατοπτρίζουν τις υψηλότερες φιλοδοξίες για τον τομέα της γης.

Έως το 2025, οι στόχοι παραμένουν στενά ευθυγραμμισμένοι με τον υφιστάμενο κανονισμό LULUCF (το αρχικό κανονιστικό πλαίσιο για τον τομέα χρήσης γης, αλλαγής χρήσης γης και δασοπονίας όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/841), που εγκρίθηκε το 2018 και καλύπτει εκπομπές και απορροφήσεις CO2 και εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου CH 4 και N 2 O που προκύπτουν από τη διαχείριση της γης, των δασών και της βιομάζας, με τη λεγόμενη δέσμευση για «μη επιβάρυνση» με σκοπό τη διατήρηση των σημερινών επιπέδων καταβοθρών διοξειδίου του άνθρακα.

Σε δεύτερη φάση από το 2026 έως το 2030, ο στόχος καθαρής απορρόφησης της ΕΕ θα αυξηθεί σε -310 Mt ισοδύναμου CO2, γεγονός που θα θέσει την ΕΕ σε τροχιά κλιματικής ουδετερότητας το 2050. Αυτό θα γίνει με κάθε κράτος μέλος να συνεισφέρει δίκαιο μερίδιο, με τον στόχο να κατανέμεται μεταξύ τους με βάση τα πρόσφατα επίπεδα απορροφήσεων ή εκπομπών και τη δυνατότητα περαιτέρω αύξησης των απορροφήσεων.

Αντιλαμβάνεται κανείς πως για να δρομολογήσει η Ελλάδα ουσιαστικές πολιτικές για την ενίσχυση των φυσικών καταβοθρών άνθρακα θα πρέπει να υπάρξουν και οικονομικές βοήθειες, κάτι που στην παρούσα φάση δεν είναι ορατό.