Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και το «επιτελικό» του κράτος αρέσκονται να μιλούν παραθέτοντας ενίοτε, όποτε βέβαια αυτό τους συμφέρει, στοιχεία από εκθέσεις διεθνών Οργανισμών. Ωστόσο, όποτε τα στοιχεία είναι αρνητικά για την διακυβέρνηση τους, απλώς το αγνοούν.
Αυτό ακριβώς συνέβη και με τα στοιχεία της τελευταίας έκθεσης του ΟΟΣΑ που είδαν χθες, το φως της δημοσιότητας για την φορολογία στην Ελλάδα.
Από την έκθεση του ΟΟΣΑ προκύπτει ότι στην Ελλάδα επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη η φορολογία αυξάνεται κάθε χρόνο και κυρίως οι έμμεσοι φόροι, που είναι και οι πλέον άδικοι και πέφτουν το ίδιο στα «κεφάλια» πλούσιων και φτωχών εξουθενώνοντας έτσι τους φτωχούς.
Συγκεκριμένα, με βάση την έκθεση του ΟΟΣΑ, το 2024 τα φορολογικά έσοδα της Ελλάδας ανήλθαν στο 39,8% του ΑΕΠ, υψηλότερα από το 38,9% του 2023 και άνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που διαμορφώθηκε στο 34,1% ,με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κατατάσσεται στη 10η θέση ως προς το ύψος της φορολογικής επιβάρυνσης.
Έτσι ο ΟΟΣΑ με την εγκυρότητα του καταρρίπτει τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς και πανηγυρισμούς περί φορολογικών μειώσεων, επισημαίνοντας στην έκθεση του μάλιστα ότι τα έσοδα από φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα προέρχονται κυρίως από μισθωτούς και συνταξιούχους, τα συνήθη φορολογικά υποζύγια. .
Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει από τις μεγαλύτερες αυξήσεις φόρων διαχρονικά στον ΟΟΣΑ.
Όσον αφορά τους έμμεσους φόρους, τον ΦΠΑ και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Οργανισμού, η Ελλάδα αντλεί περίπου 40,7% των συνολικών φορολογικών της εσόδων από φόρους κατανάλωσης όταν ο μέσος όρος των χωρών μελών του ΟΟΣΑ για φόρους κατανάλωσης είναι μόλις 31,3%. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 5η θέση μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από έμμεση φορολογία.
Και σε μια χώρα όπου η ακρίβεια έχει γίνει ο μόνιμος συγκάτοικος των νοικοκυριών, η συζήτηση για τη φορολογία δεν πρέπει είναι τεχνική, αλλά βαθύτατα πολιτική.
Κι αν υπάρχει ένας φόρος που αποτυπώνει πιο καθαρά τις «ταξικές» επιλογές μιας κυβέρνησης, αυτός είναι ο έμμεσος φόρος. Γιατί ο έμμεσος φόρος δεν εξετάζει αν είναι φτωχός ή πλούσιος. Σου χρεώνει επιπλέον ακόμη και την αγορά βασικών ειδών διατροφής που είναι αναγκαία για επιβίωση. Κι εκεί ακριβώς κρύβεται και η πιο κραυγαλέα αδικία του.
Εκεί ακριβώς φαίνεται και η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ό,τι χρησιμοποιεί τους έμμεσους φόρους ως βασικό εργαλείο χρηματοδότησης ενός προϋπολογισμού που αποφεύγει συστηματικά να αγγίξει τη μεγάλη περιουσία, τα υψηλά κέρδη και τα μεγάλα εισοδήματα.
Ό,τι κι αν λένε, αντιπολίτευση, οικονομολόγοι, κοινωνικοί φορείς, καταναλωτικές οργανώσεις, ό,τι κι αν βιώνουν καθημερινά τα νοικοκυριά, η κυβερνητική απάντηση παραμένει η ίδια: δεν να μειώσουμε τους έμμεσους φόρους.
Η εμμονή στους υψηλούς έμμεσους φόρους είναι μια πολιτική επιλογή που συνοψίζεται στο «όσο μικρότερο εισόδημα έχεις, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό του πληρώνεις», που μακιγιάρεται ως μια αναγκαιότητα για τη «δημοσιονομική σταθερότητα».
Στο δια ταύτα, όμως, η κυβέρνηση αυτό που κάνει είναι να φορολογεί όχι τον πλούτο, αλλά την ανάγκη. Και αυτό δεν είναι απλώς λάθος οικονομική πολιτική. Είναι κοινωνική αναλγησία και πολιτική ευθύνη.






