Νέα μελέτη της Bain & Company προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση για εγκατεστημένη ισχύ Data Centers θα εκτοξευθεί στα 163 GW έως το 2030, ουσιαστικά διπλασιάζοντας τις σημερινές ανάγκες σε ηλεκτρισμό.
Νούμερα αν μη τι άλλο εντυπωσιακά. Όμως πίσω από αυτά τα νούμερα κρύβεται μια δομική πρόκληση. Τα δίκτυα ενέργειας και οι παραδοσιακοί κόμβοι φιλοξενίας Data Centers, από τη Φρανκφούρτη έως το Δουβλίνο, ασφυκτιούν από έλλειψη χώρου, περιορισμούς ισχύος και χρονοβόρες αδειοδοτήσεις.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι hyperscalers αναζητούν νέες, «καθαρές» και αξιόπιστες πηγές ηλεκτρισμού, ο χάρτης της ψηφιακής υποδομής μετακινείται προς τη Νότια και Ανατολική Ευρώπη. «Η τάση αυτή δημιουργεί πραγματικές προϋποθέσεις η Ελλάδα να εξελιχθεί σε περιφερειακό κόμβο Data Centers», σημειώνει ο Ανδρέας Κυριλής της Bain & Company Greece. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα αυξηθεί η ζήτηση, αλλά ποιοι θα προλάβουν να «κλειδώσουν» ισχύ, γη και άδειες πριν κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη διαπιστώνεται στροφή στη γεωγραφική τοποθέτηση των Data Centers από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη και την Ασία ενώ ειδικά για την Ευρώπη σημειώνει πως τα παραδοσιακά κέντρα συγκέντρωσης της συγκεκριμένης δραστηριότητας αντιμετωπίζουν πλέον έλλειψη διαθέσιμου χώρου, προβλήματα με τους περιορισμούς ηλεκτρικής ενέργειας και μακροχρόνιες καθυστερήσεις στην αδειοδότηση.
Το γεγονός αυτό, όπως σημειώνει ο Ανδρέας Κυριλής, Senior Partner της Bain & CompanyGreece δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε η Ελλάδα να εξελιχθεί σε περιφερειακό κόμβοData Centers.
Αναλυτικότερα σύμφωνα με τη μελέτη η αγορά των Data Centers ωριμάζει και η επέκταση των υποδομών βασίζεται πλέον σε συνειδητά και μακροπρόθεσμα σχέδια. Η επιτυχία εξαρτάται όχι τόσο από την κλίμακα, όσο και από την αποτελεσματική εκτέλεση των έργων, με την ενέργεια να αποτελεί το καθοριστικό σημείο συμφόρησης (bottleneck) για την ανάπτυξη των κέντρων δεδομένων.
Έτσι εκτιμάται ότι η ανάπτυξη θα μετριαστεί λόγω καθυστερήσεων στην περαιτέρω δημιουργία των υποδομών, καθώς και των σημείων συμφόρησης στην ενεργειακή τροφοδοσία. Για παράδειγμα τα κέντρα δεδομένων των ΗΠΑ θα μπορούσαν να καταναλώσουν έως 409 TWh έως το 2030, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 9% της εθνικής ζήτησης, υπερδιπλάσια των σημερινών επιπέδων και σημαντικά πάνω από τις επίσημες προβλέψεις.
Παράλληλα, η πραγματική υλοποίηση των έργων αντιμετωπίζει επιπλέον προκλήσεις: πολυετείς καθυστερήσεις στη διασύνδεση με τα δίκτυα, στους χρόνους παράδοσης εξοπλισμού που εκτείνεται από 8 έως 24 μήνες, καθώς και στην έλλειψη εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού, όλα αυτά σε συνδυασμό με τις χρονικές και γραφειοκρατικές απαιτήσεις των διαδικασιών αδειοδότησης.
Οι βραχυπρόθεσμες λύσεις σε σχέση με την ενέργεια περιλαμβάνουν ευέλικτη ανταπόκριση στη ζήτηση (flexible demand response), αποθήκευση ενέργειας σε μπαταρίες και παραγωγή πίσω από τον μετρητή (behind-the-meter, BTM), όπως ηλιακή ενέργεια, φυσικό αέριο ή ακόμη και επαναλειτουργία πυρηνικών σταθμών. Η μακροπρόθεσμη αποφόρτιση απαιτεί αναβάθμιση των δικτύων, μεγαλύτερη ενσωμάτωση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και διεύρυνση του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Έως το 2030, η Βόρεια Αμερική αναμένεται να διατηρεί περίπου το ήμισυ της παγκόσμιας χωρητικότητας κέντρων δεδομένων, κυρίως λόγω των συνεχών μεγάλων επενδύσεων των παρόχων cloud μεγάλης κλίμακας (hyperscalers). Ταυτόχρονα, η Ευρώπη και η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού αναπτύσσονται με ταχύ ρυθμό, καθοδηγούμενες από κανονισμούς για τον τοπικό έλεγχο της ΤΝ (sovereign AI), την αυξανόμενη ζήτηση από τις επιχειρήσεις και τους περιβαλλοντικούς στόχους.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εταιρείες επιλέγουν πλέον προσεκτικά τις τοποθεσίες των νέων DataCenters, δίνοντας έμφαση στη διατήρηση των δεδομένων εντός συνόρων (data localization), στη μείωση των καθυστερήσεων (latency) και στη χρήση καθαρής βιώσιμης ενέργειας.
Με βάση αυτά τα δεδομένα ο τομέας των DataCenters στην Ευρώπη βρίσκεται σε τροχιά ταχύτατου μετασχηματισμού αφού βρίσκεται πλέον σε φάση σημαντικής επιτάχυνσης, ύστερα από μια περίοδο συγκριτικής υστέρησης σε σχέση με τη Βόρεια Αμερική.
Στην πράξη, η αγορά Data Centers της Ευρώπης δεν συγκεντρώνεται πλέον γύρω από παραδοσιακούς κόμβους (legacy hubs), αλλά αναπτύσσεται προς ένα κατανεμημένο και διαφοροποιημένο οικοσύστημα, το οποίο αντικατοπτρίζει τους ευρύτερους στόχους της για στρατηγική αυτονομία, ενεργειακή αποδοτικότητα και ψηφιακή κυριαρχία.
Η στροφή αυτή μεταβάλλει και τη γεωγραφική τοποθεσία των νέων Data Centers. Οι συνήθεις μεγάλες αγορές όπως η Φρανκφούρτη, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ, το Παρίσι και το Δουβλίνο αντιμετωπίζουν πλέον έλλειψη διαθέσιμου χώρου, προβλήματα με τους περιορισμούς ηλεκτρικής ενέργειας και μακροχρόνιες καθυστερήσεις στην αδειοδότηση. Εξαιτίας αυτού, οι εταιρείες στρέφονται σε νεότερες τοποθεσίες, όπως η Ανατολική Ευρώπη, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και οι Σκανδιναβικές χώρες. Αυτές οι περιοχές διαθέτουν περισσότερη διαθέσιμη γη, ισχυρότερα δίκτυα ηλεκτροδότησης και άφθονη ανανεώσιμη ενέργεια, καθιστώντας τη Νότια Ευρώπη ιδιαίτερα ελκυστική για μεγάλα projects Data Centers.





