Το βαρετό μότο της κυβερνώσας παράταξης δεν είναι άλλο από τη μεγάλη ανάπτυξη της οικονομίας, την μείωση των φόρων, τις κοινωνικές παροχές, που πάντοτε βέβαια συνοδεύεται από την επισήμανση ότι η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών για την κοινωνία και την αγορά δεν πρέπει επ’ ουδενί να απειλήσει την περιβόητη δημοσιονομική σταθερότητα.
Από το Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης γράφονται και προωθούνται στα φιλικά μέσα ενημέρωσης αναλύσεις επί αναλύσεων για τις μεγάλες κυβερνητικές επιτυχίες, με έμφαση το τελευταίο διάστημα τη δήθεν μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση που θα ισχύσει από το 2026 και προβλέπει μειώσεις φορολογικών συντελεστών, ως συνέχεια των μειώσεων που έγιναν τα προηγούμενα έξι χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία.
Και εδώ βέβαια υπάρχει το παράδοξο, πως είναι δυνατόν πολίτες και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες να πληρώνουν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερους φόρους, αν πράγματι οι φορολογικοί συντελεστές έχουν μειωθεί.
Γιατί σύμφωνα με τα στοιχεία ενώ το 2019 οι φόροι που εισπράχτηκαν ήταν λίγο πάνω από τα 70 δισ. ευρώ το 2024 άγγιξαν τα 100 δισ. ευρώ. Τέτοια αύξηση φόρων της τάξης του 40% δεν μπορεί να μην θεωρηθεί υπερφορολόγηση, ό,τι και αν υποστηρίζει η κυβέρνηση.
Πόσο μάλλον δε όταν η κυβέρνηση «πετυχαίνει» και υπερπλεονάμστα των 15 δισ. ευρώ ετησίως.
Στην κυβέρνηση, πάντως, διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους πως έχουν μειωθεί περίπου 80 φόροι και ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης και της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης λόγω της σύλληψης της φοροδιαφυγής.
Ξεχνούν βέβαια ότι ως χώρα είμαστε πρωταθλητές στους έμμεσους φόρους και πως σύσσωμη η αντιπολίτευση, αλλά και η αγορά ζητά επίμονα χωρίς ανταπόκριση την μείωση του ΦΠΑ και των διάφορων Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης που παραφουσκώνουν τα κρατικά ταμεία, αδειάζοντας τις τσέπες των πολιτών.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Μπορεί να μειώθηκαν κάποιοι φορολογικοί συντελεστές, αλλά άλλοι παραμένουν πολλοί υψηλοί και εν τέλει διατηρούν την υπερφορολόγηση.
Αλλά ακόμη και αν κάποιος θεωρήσει θετική την εξέλιξη αυτή της παραγωγής υπερπλεονασμάτων ως δείγμα μιας υγιούς οικονομίας, που δεν απειλείται η δημοσιονομική της σταθερότητα, το μεγάλα ερώτημα που δημιουργείται είναι: Ωφελείται η κοινωνία και η αγορά από αυτά τα υπερπλεονάσματα;
Η απάντηση είναι «όχι». Γιατί δυστυχώς δεν υπάρχουν καλύτερες κοινωνικές υπηρεσίες στους πολίτες, δεν υπάρχει καλύτερη δημόσια υγεία, δεν υπάρχει καλύτερη δημόσια παιδεία, δεν υπάρχει καλύτερη λειτουργία της δικαιοσύνης, δεν υπάρχει καλύτερη ασφάλεια.
Το μόνο «καλύτερο» που έχει να επιδείξει η κυβέρνηση είναι συλλογή υπερ-φόρων που μάλιστα δεν συλλέγονται από τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά από τους πολίτες που απειλούνται με φτώχεια και από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που απειλούνται με «λουκέτο».



