Κώστας Μελάς: Τα ανοικτά ζητήματα της οικονομίας μετά τις εκλογές

Κώστας Μελάς: Τα ανοικτά ζητήματα της οικονομίας μετά τις εκλογές
Κώστας Μελάς Κώστας Μελάς
Σάββατο, 24/06/2023 - 07:24

Με ποια προβλήματα θα βρεθεί αντιμέτωπη η νέα κυβέρνηση.

Η νέα κυβέρνηση που θα προέρθει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, θα έλεγα σε ένα σχεδόν νέο περιβάλλον, όσον αφορά στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί, αλλά και στην απουσία όλων εκείνων των παραγόντων που έδωσαν στην προηγούμενη κυβέρνηση τη δυνατότητα να ελιχθεί κάτω από έκτακτες συνθήκες.

Η επαναφορά στην κανονικότητα του ευρωπαϊκού πλαισίου σημαίνει την αναίρεση της ρήτρας διαφυγής η οποία λειτούργησε τα τρία προηγούμενα χρόνια (πανδημίας και ενεργειακής κρίσης) έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να προβεί σε μια τεράστια δημοσιονομική επέκταση ( περίπου 58 δις ευρώ) ανεξαρτήτως αν αυτό πραγματοποιήθηκε με τον πρέποντα και αποτελεσματικότερο τρόπο, εκτοξεύοντας τις πρωτογενείς δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης από 45,1% το 2019, σε 57,1% το 2020, σε 55,2% το 2021 και σε 50,1% το 2022. Η δυνατότητα συνέχισης αυτής της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής θα εκλείψει τη νέα τετραετία. Άλλωστε και οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ομιλούν για ανώτατο ρυθμό μεγέθυνσης το 2,6% στις δημόσιες δαπάνες.

Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να κινηθεί εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου το οποίο θα πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα περίπου στο 2,4% του ΑΕΠ από το 2024 τουλάχιστον μέχρι το 2032, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφωνηθέντα με τους εταίρους μας αναφορικά με την εξέλιξη του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ. Την περίοδο δηλαδή που ισχύει η επιτευχθείσα συμφωνία του 2018 (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ). Παράλληλα θα πρέπει ο ρυθμός μεγέθυνσης του ονομαστικού ΑΕΠ να είναι υψηλότερος από το μεσοσταθμικό επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 1,6% ώστε να υπάρχει θετική επίδραση στη μείωση του λόγου. Μάλλον το επιτόκιο θα ανέβει λίγο ακόμη μετά την αναμενόμενη νέα άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ τον μήνα Ιούλιο. Πάντως οι προβλέψεις του ΔΝΤ και της ΕΕ κάνουν λόγο για μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης μέχρι το 2032 γύρω στο 1,0%. Επίσης εάν δεν βρεθεί λύση στο θέμα της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναφορικά με τον ετήσιο ρυθμό μείωσης του λόγου του ΔΧ/ΑΕΠ για τις χώρες με υπερβάλλον έλλειμμα, θα εξακολουθεί να ισχύει η απαίτηση για ετήσια μείωση 1/25 ή 4 ποσοστιαίες μονάδες, κάτι που προφανώς δυσκολεύει τις εξελίξεις.

Ένα ακόμη πρόβλημα, όσο και να φαίνεται περίεργο είναι η αναμενόμενη μείωση του πληθωρισμού. Είναι γνωστό ότι ο πληθωρισμός συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών παρά τις αρνητικές συνέπειες σε άλλα μακροοικονομικά μεγέθη και κυρίως στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων – όπως έγινε στην Ελλάδα- αλλά και στις επενδύσεις – οι οποίες παρά την αύξησή τους ήταν κάτω από το στόχο του προϋπολογισμού του 2022.

Ο πληθωρισμός – 9,6%- συνέβαλε να αυξηθεί το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές κατά 15,5% και να ανέλθει σε 208,03 δις ευρώ και κατά συνέπεια να δώσει τεράστια ώθηση στα κρατικά έσοδα με δεδομένο ότι οι φορολογικοί συντελεστές, πρωτίστως αυτοί που αφορούν στην κατανάλωση παρέμειναν όχι μόνο σταθεροί αλλά και από τους υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το πρόβλημα που προκύπτει για το 2023 είναι, ceteris paribus, ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι αρκετά μικρότερος, γύρω στο 4,5% , δηλαδή σχεδόν στο ήμισυ του αντίστοιχου του 2022, γεγονός που θα συμβάλλει στη μείωση των κρατικών εσόδων. Προκειμένου να επιτύχει η κυβέρνηση το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος +0,7% για το 2023 μειώνει αποφασιστικά τις επιδοτήσεις στα 4,2 δις ευρώ (23,1 δις ευρώ το 2020, 16,9 δις ευρώ το 2021, 9,2 δις ευρώ το 2022).

Η ανάγκη αύξησης των φορολογικών εσόδων για το 2024 είναι προφανής και γι’ αυτό το λόγο η πρόσφατη έκθεση της ΕΕ αλλά και του ΟΟΣΑ κάνουν λόγο για διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Συνεπώς ένα από τα κύρια ζητήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση αφορά στο διαχρονικό πρόβλημα της «διεύρυνσης της φορολογικής βάσης». Με απλά λόγια αυτό σημαίνει να συλληφθεί η διαφεύγουσα φορολογική ύλη η οποία με τον τρόπο που διατυπώνεται το αίτημα από τους πολυμερείς διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ) ευθέως παραπέμπει κατ’ αρχάς στην φοροδιαφυγή. Ως κατηγορούμενοι, εμμέσως πλην σαφώς, φαίνεται να υποδεικνύονται οι ομάδες των αυτοαπασχολουμένων και των επαγγελματιών. Η αλλαγή της φορολόγησης των δύο αυτών επαγγελματικών ομάδων είναι από τις πρώτες επιδιώξεις της επόμενης κυβέρνησης με βασική επιδίωξη, εκτός από τα δηλωθέντα έσοδα, να αυξηθούν και τα δηλωθέντα κέρδη. Τούτο διότι, με βάση τα στοιχεία του 2021, τα οποία επικαλείται και η Κομισιόν στην 2η έκθεση μεταμνημονιακής εποπτείας, πάνω από το 67% των αυτοαπασχολουμένων δηλώνει εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ ενώ το συνολικό δηλωθέν εισόδημα ανέρχεται σε 4,2 δισ. ευρώ, έναντι πωλήσεων ύψους 48,6 δισ. ευρώ. Προφανώς τα στοιχεία δείχνουν ότι δηλώνονται εξόφθαλμα χαμηλά εισοδήματα. Ειρήσθω εν παρόδω οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες - οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι - είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της τελευταίας φορολογικής μεταρρύθμισης καθώς από το 2020 είδαν τη φορολογική τους επιβάρυνση να μειώνεται ακόμα και κατά 60% λόγω της ευνοϊκότερης φορολογικής κλίμακας με τον συντελεστή 9% που εφαρμόζεται για τα εισοδήματα έως 10.000 ευρώ, την «κατάργηση» της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, το «κούρεμα» της προκαταβολής φόρου, τις εξαιρέσεις από το τέλος επιτηδεύματος. Για παράδειγμα ένας ελεύθερος επαγγελματίας με καθαρό εισόδημα 10.000 ευρώ ενώ μέχρι και το 2019 πλήρωνε φόρο 2.200 ευρώ, με την κλίμακα που εφαρμόστηκε για τα εισοδήματα του 2020 ο φόρος μειώθηκε στα 900 ευρώ και το όφελος έφθασε τα 1.300 ευρώ. Ίσως αυτή η εξέλιξη να είναι ένα από τα στοιχεία που μπορούν να εξηγήσουν ότι οι παραπάνω κατηγορίες ψήφισαν μαζικά το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (γύρω στο 60,0%). Στην επερχόμενη περίοδο η διεύρυνση της φορολογικής βάσης πρωταρχικά θα αναζητηθεί σε αυτές τις κατηγορίες, όχι με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αλλά με άλλους τρόπους όπως :πχ με τον προσεκτικό έλεγχο των παρουσιαζόμενων δαπανών. Μόνο οι δαπάνες – έξοδα που περνούν μέσα από τα ηλεκτρονικά βιβλία myDATA θα αναγνωρίζονται και θα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των φορολογουμένων. Ψηφιακό πελατολόγιο για γιατρούς, δικηγόρους. Συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες θα πρέπει να τηρούν ψηφιακό πελατολόγιο, το οποίο θα είναι διαθέσιμο στον έλεγχο και θα συγκρίνεται με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Το ψηφιακό πελατολόγιο θα διασυνδεθεί με τα myDATA. Πάντως οι κατηγορίες αυτές αναμένεται να επιβαρυνθούν φορολογικά στο πλαίσιο της υπαρκτής πραγματικότητας.

Η δημοσίευση των (προσωρινών) στοιχείων για την εξέλιξη του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο του 2023 φαίνεται να κινείται ακριβώς εντός του νέου πλαισίου. Συγκεκριμένα:

Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η μεγέθυνση του ΑΕΠ, το πρώτο τρίμηνο του του 2023, σε σχέση με το αντίστοιχο πρώτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους 2022, αυξήθηκε κατά 2,1%, παρουσιάζοντας όμως σημαντική μείωση σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2022 (+ 4,8%) πάντα σε ετήσια βάση. Η αντίστοιχη μεταβολή στην ευρωζώνη είναι 1,0%

Αναφορικά, τώρα με την εξέλιξη του ΑΕΠ, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, μετά από δέκα συνεχή τρίμηνα θετικού ρυθμού μεγέθυνσης, το πρώτο τρίμηνο του 2023, η μεγέθυνση είναι αρνητική -0,1%, ακριβώς όπως και η Ευρωζώνη, η οποία έχει εισέλθει σε τεχνική ύφεση λόγω του ότι και το 4ο τρίμηνο του 2022 παρουσίασε αρνητικό ρυθμό μεγέθυνσης -0,1%. Σημειωτέων ότι οχτώ χώρες παρουσίασαν αρνητικό ρυθμό μεγέθυνσης, μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ελλάδα, και οι υπόλοιπες 20 χώρες θετικό ρυθμό μεγέθυνσης.

Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης της Ελλάδας, σε σχέση με την αύξηση ύψους 4,8% ετησίως το 4ο τρίμηνο του 2022, αντανακλά κυρίως:

Την εξάλειψη των έκτακτων ευνοϊκών επιδράσεων στην ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ που επενέργησαν στη διάρκεια του 2022, λόγω της άρσης των περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας.

Την αρνητική επίδραση της τάξης των 2,0 ποσοστιαίων μονάδων ετησίως το 1ο τρίμηνο του 2023 από την αναστροφή των έκτακτων θετικών επιδράσεων που σχετίζονται με την ταχεία συσσώρευση αποθεμάτων που είχε σημειωθεί κατά το 2022. Πρόκειται ουσιαστικά για τη δραστική μείωση των αποθεμάτων, τα οποία συνέβαλαν στην αύξηση του Ακαθάριστου Σχηματισμού Κεφαλαίου (ΑΣΚ) και κατά συνέπεια στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Αναφέρω ότι ο ΑΣΚ το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε κατά 24,2% και 36,4% αντιστοίχως , ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2023 μειώθηκε κατά -0,7%. Για λόγους μεθοδολογικής ακρίβειας αναφέρω ότι το πρώτο τρίμηνο του 2022 ο ΑΣΚ είχε αυξηθεί κατά 18,0%.

Την άσκηση πιο περιοριστικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής μετά από μια διετία έντονα επεκτατικής στάσης. Δηλαδή, εκτός από την επιστροφή στο γνωστό δημοσιονομικό πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, εφαρμόζεται μια στενή νομισματική πολιτική, η οποία μάλλον θα συνεχιστεί και τους επερχόμενους μήνες του 2023.

Τη μείωση της αύξησης της απασχόλησης το πρώτο τρίμηνο του έτους στο 0,5%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα όπου η αύξηση ήταν 11%. Κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί το έτος 2023 με αποτέλεσμα την μικρότερη συμβολή της στη ιδιωτική κατανάλωση.

Οι μεταβολές των συνιστωσών του ΑΕΠ ήταν οι ακόλουθες : τελική καταναλωτική δαπάνη +2,3% ( Νοικοκυριά 2,9%- Γενική Κυβέρνηση 1,4%), Ακαθάριστος Σχηματισμός Κεφαλαίου -0,7% , Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου 8,2%, Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών 8,9% και Εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών 5,6%.

Η δαπάνη της ιδιωτικής κατανάλωσης παρότι παρέμεινε σε ανοδική τροχιά το πρώτο τρίμηνο 2023, ωστόσο ο ρυθμός μεγέθυνσής ήταν ηπιότερος σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο 2022 (1,4% QoQ / 2,9% ΥοΥ vs. 1,8% QoQ / 4,1% ΥοΥ,). Η αύξηση της απασχόλησης και μέρους των ονομαστικών μισθών, τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, η μείωση των τιμών ενέργειας και ο αρνητικός ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών άσκησαν θετική επίδραση στη συνιστώσα της ιδιωτικής κατανάλωσης, αντισταθμίζοντας τις αρνητικές συνέπειες της ανόδου των τιμών από τις αρχές του 2022. Η αύξηση της συνολικής αμοιβής των εργαζομένων στην οικονομία, σε αποπληθωρισμένους όρους, κατά 1,3% ετησίως το 1ο τρίμηνο του 2023 (+6,3% ετησίως σε τρέχουσες τιμές), μετά από ετήσια μείωση 1,8% το 2022, είχε συμβολή στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Παρόλα αυτά είναι εμφανής η κούραση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης, παρά την αύξηση των δαπανών Γενικής Κυβέρνησης κατά 1,4% ( τα προηγούμενα πέντε τρίμηνα ήταν αρνητική) . Βεβαίως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ξεκινούσε από υψηλό επίπεδο, το Α’ τρίμηνο του 2022 είχε αυξηθεί κατά 10,2%.

Στη συνέχεια ας ρίξουμε μια ματιά στον Ακαθάριστο Σχηματισμό Παγίου Κεφαλαίου κατά επενδυτικό αγαθό. Οι κατηγορίες που αυξήθηκαν και προσδιόρισαν την γενική αύξηση είναι αυτές: των κατοικιών, των κατασκευών και του μεταφορικού εξοπλισμού (αυτοκίνητα). Ενώ αντιθέτως ο τεχνολογικός και μηχανολογικός εξοπλισμός παρουσίασαν μείωση. Χωρίς να θέλουμε να εξάγουμε γενικά συμπεράσματα, τα στοιχεία είναι ενδεικτικά για την κατανομή του ΑΣΠΚ και την πορεία του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας.

(Ο Κώστας Μελάς διδάσκει διεθνή χρηματοοικονομική και τραπεζική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο όπου υπηρετεί ως καθηγητής)