Η ερώτηση που θέτουν οι δημοσκόποι είναι κατά πόσο οι ψηφοφόροι θα έδιναν την ψήφο τους σε ένα κόμμα στο οποίο θα ηγείτο ο Αλέξης Τσίπρας ή σε ένα άλλο κόμμα στο οποίο θα ηγείτο ο Αντώνης Σαμαράς.
Μέχρι στιγμής οι απαντήσεις των πολιτών καταδεικνύουν ότι ένα ποσοστό του εκλογικού σώματος που λίγο απέχει από το 20% θα επέλεγαν να ψηφίσουν ένα κόμμα υπό τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ αντίθετα ένα κόμμα υπό τον Αντώνη Σαμαρά θα επέλεγε αισθητά μικρότερο ποσοστό λίγο πάνω από το 5% για τους απαισιόδοξους ή λόγο κάτω από το 10% για τους αισιόδοξους υποστηρικτές του πρώην προέδρου της ΝΔ και πρώην πρωθυπουργού.
Το ποσοστό που δείχνει να παίρνει ένα κόμμα υπό τον πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αν μη τι άλλο είναι εντυπωσιακά υψηλό, καθώς με το 18,1% που του έδωσε η χθεσινή δημοσκόπηση της Real Polls το κατατάσσει στη δεύτερη θέση, πίσω από το κυβερνών κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, που έλαβε στη συγκεκριμένη δημοσκόπηση μόλις 23%, αλλά και πολύ υψηλότερα από το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη που κατέγραψε 12,5%.
Αυτή σίγουρα είναι μια σημαντική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, κυρίως εκ του λόγου ότι η Νέα Δημοκρατία εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο «βολοδέρνει» πέριξ του 25%, ένα ποσοστό που απέχει πολύ από την επίτευξη μιας εκλογικής νίκης που θα έδινε στο κόμμα του Μητσοτάκη αυτοδύναμη κυβέρνηση. Μάλιστα αν συνυπολογιστεί και το 7% που θα έδιναν την ψήφο τους στον Αντώνη Σαμαρά, τότε το ποσοστό της ΝΔ είναι εξαιρετικά δύσκολο να μεγαλώσει, με τις πιθανότητες να συρρικνωθεί περαιτέρω να είναι μεγάλες.
Σημαντική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας είναι επίσης –εάν ισχύσουν τα προαναφερόμενα ποσοστά- το μεγάλο πισωγύρισμα του ΠΑΣΟΚ που το τελευταίο διάστημα έδειχνε ότι θα μπορούσε να καταφέρει στις επόμενες εκλογές να κόψει δεύτερο το νήμα.
Μια κάθοδος Τσίπρα με νέο κόμμα, όμως, όπως δείχνουν τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων θα καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη την προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να κερδίσει τη δεύτερη θέση.
Βέβαια στις εποχές που διανύουμε , με τις καταστάσεις να αλλάζουν άρδην τόσο στο εσωτερικό της χώρας που τα σκάνδαλα βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη και τα προβλήματα της κοινωνίας πολλαπλασιάζονται και διογκώνονται, όσο και στο εξωτερικό με τους πολέμους επί του πεδίου αλλά και στην οικονομία να κυριαρχούν, κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει τι θα μπορούσε να προκύψει από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στη χώρα.
Αυτό, όμως, που φαντάζει σχεδόν βέβαιο είναι η καταβαράθρωση των ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος και η αναζήτηση από μέρους της πλειοψηφίας της κοινωνίας νέων κομματικών σχηματισμών σε αντικατάσταση των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης που δεν καταφέρνουν να πείσουν ότι μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική λύση ακόμη και σε τόσο αμφιλεγόμενη κυβέρνηση, όπως αύτη της ΝΔ.