«Χρειάζεται μεταρρύθμιση της αγοράς ενέργειας, μιας αγοράς που σχεδιάστηκε πριν από περίπου 30 χρόνια, όταν σχεδόν δεν υπήρχαν ΑΠΕ» ανέφερε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι δεν έχει κανένα νόημα η τιμολόγηση με βάση το φυσικό αέριο για τεχνολογίες όπως τα υδροηλεκτρικά, τα οποία έχουν αποσβεστεί και λειτουργούν με ελάχιστο κόστος. Αντίθετα, όπως προειδοποίησε, η εκτόξευση των τιμών απειλεί όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας αλλά και την ίδια τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών. «Αν δεν εντάξουμε τις τιμές της ενέργειας στην εξίσωση, οι στόχοι για το Κλίμα θα πάνε πίσω», υπογράμμισε.
Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας αναφέρθηκε και στη μελέτη που παρουσίασε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία συντάχθηκε με τη συμβολή θεσμικών εκπροσώπων, οικονομολόγων και επιχειρηματιών. Όπως σημείωσε, αν και οι πρώτες αντιδράσεις επικεντρώνονται στο κόστος και στις δυσκολίες υλοποίησης, η πραγματικότητα είναι ότι η ΕΕ εξακολουθεί να στερείται μιας πραγματικά ενιαίας ενεργειακής αγοράς. «Έχουμε 450 εκατ. από τους πιο εύπορους καταναλωτές στον πλανήτη, αλλά δεν έχουμε ενιαία αγορά» είπε χαρακτηριστικά, σκιαγραφώντας τις ασυμμετρίες και τις αγκυλώσεις που εξακολουθούν να ταλανίζουν την εσωτερική αγορά ενέργειας.
Παραδέχτηκε πάντως ότι η προώθηση μιας νέας αρχιτεκτονικής στην τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας θα συναντήσει σθεναρές αντιδράσεις, καθώς συνδέεται με βαθιές μεταρρυθμίσεις και σύγκρουση συμφερόντων. Στο ίδιο πνεύμα, προειδοποίησε ότι οι υψηλές τιμές της ενέργειας αποτελούν τροχοπέδη όχι μόνο για τη βιομηχανική πολιτική, αλλά και για την πράσινη μετάβαση την οποία η Ευρώπη έχει θέσει ως στρατηγική προτεραιότητα.
Πέρα από τα ενεργειακά, ο κ. Ντράγκι αναφέρθηκε και στα ζητήματα της άμυνας και της βιομηχανικής πολιτικής, σημειώνοντας ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να δαπανά τεράστια ποσά σε αγορές εξοπλισμών από τρίτες χώρες, χωρίς να δημιουργεί προστιθέμενη αξία για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Όπως τόνισε, ίσως απαιτείται ένα μοντέλο συνεργασίας τύπου Airbus στον αμυντικό τομέα, ενώ χαρακτήρισε αναγκαία μια πιο στενή σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο παρά το Brexit. Αναφερόμενος στις αμυντικές δαπάνες, ο Μάριο Ντράγκι σημείωσε ότι παρά την αύξησή τους, η Ευρώπη δεν αποκομίζει αντίστοιχη προστιθέμενη αξία, καθώς μεγάλο μέρος των αγορών κατευθύνεται σε εξοπλισμούς από τρίτες χώρες. Χαρακτήρισε «ουσιαστική» την αλλαγή στη στάση χωρών όπως η Γερμανία, η οποία, όπως είπε, αναθεώρησε ακόμη και το Σύνταγμά της για να μπορέσει να αυξήσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό. «Πολλές χώρες στηρίζονται σε αμερικανικά όπλα μέσω μακροχρόνιων συμβολαίων. Αυτό σημαίνει ότι πληρώνουμε πολλά, αλλά στο εξωτερικό, χωρίς να έχουμε πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ευρωπαϊκή οικονομία», ανέφερε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία είναι κατακερματισμένη και δεν μπορεί να ανταποκριθεί βραχυπρόθεσμα στις αυξημένες ανάγκες
Υπογράμμισε πάντως ότι η Ευρώπη πρέπει να παραμείνει φιλόδοξη και να θέσει ως στόχο, μέσα στα επόμενα πέντε με έξι χρόνια, την κοινή παραγωγή εξοπλισμών. «Βασικό είναι να παράγουμε στην Ευρώπη από κοινού», ανέφερε, τονίζοντας την ανάγκη εμβάθυνσης της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ.
Κλείνοντας, συνεχάρη την Ελλάδα για την πορεία της μετά την κρίση και υπενθύμισε το «whatever it takes» που έχει πλέον περάσει στην ιστορία.