Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΡΑΑΕΥ για την λιανική αγορά ηλεκτρισμού το 2024 παρότι στην αρχή του έτους το 88,87% των οικιακών πελατών παρέμενε στα ειδικά τιμολόγια (πράσινα), μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου το ποσοστό αυτό είχε περιοριστεί στο 72,4%, ενώ το 13,5% είχε επιλέξει σταθερά (μπλε) τιμολόγια και το 14,1% κυμαινόμενα (κίτρινα).
Η στροφή αυτή παρατηρήθηκε κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες (Ιούνιος και Ιούλιος), όταν οι τιμές των πράσινων τιμολογίων αυξήθηκαν και παράλληλα προωθήθηκαν δελεαστικές σταθερές τιμές από προμηθευτές. Αντίστοιχη τάση ενισχύθηκε και τον Δεκέμβριο, όταν σημειώθηκαν εκ νέου αυξήσεις στις τιμές. Παρότι η ΔΕΗ διατήρησε την πλειονότητα των πράσινων παροχών, στο τέλος του έτους 800.265 παροχές είχαν μετακινηθεί σε σταθερά και 836.838 σε κυμαινόμενα τιμολόγια.
Η εικόνα στις μικρές επιχειρήσεις ήταν λιγότερο έντονη, καθώς οι τιμές των εναλλακτικών επαγγελματικών τιμολογίων δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά από τα ειδικά. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 2024, το 78% των επαγγελματικών παροχών παρέμεινε σε ειδικά τιμολόγια, ενώ μόλις το 5,8% ήταν σε σταθερά και το 16,2% σε κυμαινόμενα.
Σε επίπεδο μετακινήσεων παρόχου, η συνολική κινητικότητα ήταν περιορισμένη, καθώς οι περισσότεροι καταναλωτές άλλαξαν τύπο τιμολογίου και όχι πάροχο. Ωστόσο, υπήρξαν αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις. Η Protergia ενίσχυσε το πελατολόγιό της με 68.255 νέες παροχές, ενώ η ΗΡΩΝ και η ΖΕΝΙΘ ακολούθησαν με 31.968 και 10.554 αντίστοιχα. Αντίθετα, η ΔΕΗ έχασε 53.377 παροχές, η NRG 24.864 και η Elpedison 12.425. Η καταναλωτική απώλεια της ΔΕΗ ξεπέρασε τις 1,35 εκατ. MWh, ενώ η Protergia εμφάνισε καθαρή αύξηση 3,24 εκατ. MWh στην κατανάλωση των πελατών της.
Με βάση πάντως τα στοιχεία της ΡΑΑΕΥ οι τελικές τιμές λιανικής για τα οικιακά πράσινα τιμολόγια στους 12 μήνες του 2024 διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο ως εξής: Η μέση τιμή λιανικής για τα οικιακά ειδικά τιμολόγια τον Ιανουάριο διαμορφώθηκε στα 156,74 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ τον Φεβρουάριο υποχώρησε στα 140,30 ευρώ ανά μεγαβατώρα, για να φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο του έτους τον Μάρτιο, με 110,93 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Ακολούθησε ήπια άνοδος τον Απρίλιο (115,00 ευρώ ανά μεγαβατώρα) και τον Μάιο (110,54 ευρώ ανά μεγαβατώρα), ενώ από τον Ιούνιο και μετά οι τιμές παρουσίασαν έντονη αυξητική τάση, ξεπερνώντας τα 150 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο ανήλθαν σε 154,25 ευρώ ανά μεγαβατώρα, τον Ιούλιο σε 171,79 ευρώ ανά μεγαβατώρα, για να κορυφωθούν τον Αύγουστο στα 191,45 ευρώ ανά μεγαβατώρα, που αποτελεί και το υψηλότερο επίπεδο του έτους.
Ακολούθησαν ο Σεπτέμβριος με 175,68 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ο Οκτώβριος με 161,85 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ο Νοέμβριος με 144,84 ευρώ ανά μεγαβατώρα και ο Δεκέμβριος με 185,72 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και τα κίτρινα κυμαινόμενα τιμολόγια. Ειδικότερα τον Ιανουάριο η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 141,69 ευρώ ανά μεγαβατώρα, για να υποχωρήσει σταδιακά στους επόμενους μήνες: 121,08 ευρώ/ΜWh τον Φεβρουάριο, 110,25 ευρώ/ΜWh τον Μάρτιο και 104,19 ευρώ/ΜWh τον Απρίλιο, που αποτελεί και τη χαμηλότερη τιμή του έτους.
Από τον Μάιο και μετά οι τιμές πήραν ανοδική τροχιά, φτάνοντας τα 121,75 ευρώ/ΜWh τον Μάιο, 139,89 ευρώ/ΜWh τον Ιούνιο και 181,10 ευρώ/ΜWh τον Ιούλιο. Υψηλά επίπεδα διατηρήθηκαν και τους επόμενους μήνες, με 177,49 ευρώ/ΜWh τον Αύγουστο, 165,12 ευρώ/ΜWh τον Σεπτέμβριο, 144,46 ευρώ/ΜWh τον Οκτώβριο, ενώ τον Νοέμβριο η μέση τιμή σκαρφάλωσε στα 188,59 ευρώ/ΜWh, σημειώνοντας το υψηλότερο επίπεδο της χρονιάς. Ο Δεκέμβριος έκλεισε με ελαφρώς μειωμένη τιμή, στα 182,72 ευρώ/ΜWh.
Οι τιμές αυτές δείχνουν αφενός τη μεγάλη μεταβλητότητα εντός του έτους και αφετέρου την ευαισθησία των καταναλωτών στις διακυμάνσεις, με αντίστοιχη κινητικότητα προς πιο συμφέρουσες, κατά περίπτωση, επιλογές.