Κώστας Καλλίτσης: Πληθωρισμός και κέρδη

Κώστας Καλλίτσης: Πληθωρισμός και κέρδη
Κώστας Καλλίτσης Κώστας Καλλίτσης
Δευτέρα, 10/07/2023 - 07:00

Σε ένα αγριεμένο αρχιπέλαγος γενικευμένης κερδοσκοπίας θα βυθιστεί οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής οικονομικού μοντέλου.

Σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο ευρέως συζητείται ότι η ακρίβεια είναι «πληθωρισμός κερδών», ότι δηλαδή, πλέον, προκαλείται κατά κύριο λόγο από την άνοδο των κερδών.

Το βεβαιώνουν εγνωσμένου κύρους οικονομολόγοι πολυεθνικών τραπεζών, της UBS και άλλων, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Φίλιπ Λέιν, η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ. Ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε πρόσφατη μελέτη του καταλήγει στη διαπίστωση ότι εδώ και 18 μήνες, από τις αρχές του 2022, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη οφείλεται κατά 45% στην αύξηση των κερδών, κατά 40% στις τιμές των εισαγωγών και μόνο κατά 25% στην αύξηση μισθών.

Καθ’ ημάς, η δημόσια συζήτηση για την αφόρητη ακρίβεια, αποφεύγει -με καθοριστική τη συμβολή mainstream μέσων ενημέρωσης- τέτοια θέματα, προσέχει να μην αγγίξει το ιερό δισκοπότηρο: Τα κέρδη. Ήταν, λοιπόν, αξιοπρόσεκτο, και άλλη μια επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας του και της σοβαρότητάς του, ότι με το θέμα ασχολήθηκε την περασμένη Τρίτη το Γραφείο Κρατικού Προϋπολογισμού της Βουλής. Στην έκθεσή του για τις δημοσιονομικές εξελίξεις το α΄ τρίμηνο, γράφει για τον «πληθωρισμό απληστίας».

«Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός απληστίας) και θέτει νέα διλήμματα -αναφέρεται. Η αποτελεσματικότητα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών και λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Με άλλα λόγια, χωρίς μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα».

Δεν πρόκειται για ένα θεωρητικό ζήτημα, χωρίς πρακτική σημασία, αντιθέτως. Άλλες κυβερνήσεις επιχειρούν να αντιδράσουν. Η βρετανική κυβέρνηση επιχειρεί σαρωτικούς ελέγχους ώστε να περιορίσει τη δυνατότητα επιχειρήσεων να αξιοποιούν την αναταραχή στις αγορές για να διευρύνουν τα κέρδη τους. Και ο Γάλλος υπουργός Λε Μερ, κάλεσε τις επιχειρήσεις τροφίμων και τους έδωσε εντολή να περιορίσουν τα κέρδη τους, ενώ την ίδια ώρα άπλωσε κι ένα δίχτυ ελέγχων στην αγορά.

Προφανώς, δεν είναι εύκολο αλλά, πάντως, δεν το πιστεύουν όλοι και δεν φαίνεται να το πιστεύουν κυβερνήσεις ισχυρών καπιταλιστικών κρατών πως, δήθεν, δεν είναι εφικτό να περιοριστούν τα κέρδη εταιριών, επειδή είναι μεγάλες ή επειδή είναι εισηγμένες σε κάποιο χρηματιστήριο. Άλλωστε, πολλοί συμφωνούμε ότι η ευθύνη των επιχειρήσεων δεν εξαντλείται έναντι των μετόχων τους και μόνο, τα κριτήρια για την δραστηριότητά τους δεν μπορεί να είναι τελείως βραχυπρόθεσμα, πυξίδα τους δεν μπορεί να είναι οι τριμηνιαίες καταστάσεις των λογιστηρίων τους και μόνο.

Αν. λοιπόν, ο πληθωρισμός είναι πληθωρισμός κερδών, είναι εύλογο ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιδόματα -και, μάλιστα, οριζόντια, για 8,5 εκατ. πολίτες, όπως έχει επισήμως ειπωθεί. Οι στοχευμένες δράσεις μπορούν να ανακουφίσουν κάπως τα ευάλωτα νοικοκυριά, όσο (αφήνεται να) καλπάζει η ακρίβεια σε τρόφιμα και σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Αλλά καταλήγουν να τροφοδοτούν τα κέρδη, την κύρια αιτία της ακρίβειας, εφόσον δεν επιβάλλεται κάποιος ουσιαστικός έλεγχος στις αγορές.

Το πρόβλημα φαίνεται οξύτερο ίσως στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες. Γιατί καθ’ ημάς, μεγάλο μέρος της βιομηχανίας και του εμπορίου έχουν (κακο)μάθει να δουλεύουν με υψηλά ποσοστά κέρδους, που δεν υπάρχουν σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, συχνά σε συνθήκες αδύναμου ανταγωνισμού. Ως αποτέλεσμα, τρόφιμα και άλλα είδη λαϊκής κατανάλωσης είναι ακριβότερα στην Αθήνα παρά στο Μόναχο ή, πάλι, στη μικρή αγορά της Λευκωσίας, παρότι αλλού μπορεί να είναι υψηλότεροι οι μισθοί και, μαζί, διάφοροι συντελεστές κόστους να είναι ακριβότεροι.

Υπάρχει και μια άλλη διάσταση του προβλήματος: Αν υπάρχει διάθεση δημιουργίας ενός νέου, βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου, με την αύξηση της συμμετοχής των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών και, ιδιαίτερα, των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό του ΑΕΠ, χρειάζεται να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους της κερδοφορίας και των κεφαλαίων προς τους κλάδους και επιχειρήσεις που θα παράγουν αυτά τα σύγχρονα προϊόντα και τις σύγχρονες υπηρεσίες. Αυτό μπορεί να γίνει με κάποιας μορφής δέσμες κινήτρων, με τις οποίες το κράτος θα δώσει την κατεύθυνση. Αλλά ποια τύχη μπορεί να έχει οποιαδήποτε κατεύθυνση, σε ένα αγριεμένο αρχιπέλαγος γενικευμένης κερδοσκοπίας;

(Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)