Καθώς οι έρευνες για τα ακριβή αίτια συνεχίζονται και η συζήτηση γύρω από τις ευθύνες παραμένει ανοικτή, καθίσταται ολοένα και πιο σαφές ότι τα σύγχρονα ηλεκτρικά δίκτυα – και ιδίως αυτά που στηρίζουν την ενεργειακή μετάβαση – αντιμετωπίζουν νέες, σύνθετες προκλήσεις. Η αυξανόμενη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, με διαλείπουσα και γεωγραφικά διάσπαρτη παραγωγή, επιβαρύνει τα δίκτυα μεταφοράς και απαιτεί συντονισμό σε διασυνοριακό επίπεδο. Καθώς μέσω επίσημων δηλώσεων αποκλείστηκαν σχετικά γρήγορα τόσο το ενδεχόμενο κυβερνοεπίθεσης όσο και η εκδοχή ενός σπάνιου ατμοσφαιρικού φαινομένου, η συζήτηση γύρω από το πρόσφατο μπλακ άουτ στην Ιβηρική έχει πλέον στραφεί στη λειτουργία του ενεργειακού συστήματος – και ειδικότερα στο κατά πόσο τα δίκτυα είναι έτοιμα να στηρίξουν τη νέα εποχή της ενεργειακής μετάβασης. Ήδη από τις πρώτες ώρες, η Eurelectric – ο συλλογικός φορέας των ευρωπαϊκών ενεργειακών εταιρειών – έσπευσε να επισημάνει, χωρίς να τοποθετείται επί των αιτίων, ότι το γεγονός αυτό «αποτελεί μια έντονη υπενθύμιση πως το δίκτυο είναι η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας» και ότι «οι επενδύσεις σε ένα ανθεκτικό και ευέλικτο δίκτυο δεν είναι πλέον προαιρετικές». Η Eurelectric, η οποία έχει εκπονήσει μελέτη για τις επενδυτικές ανάγκες των δικτύων, εκτιμά πως απαιτούνται επενδύσεις ύψους 67 δισ. ευρώ έως το 2050, ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης. Στο επίκεντρο βρίσκεται και η Ισπανία, η οποία πρωτοστατεί στην ενσωμάτωση ΑΠΕ στο ενεργειακό της μείγμα. Το 2024, οι ανανεώσιμες πηγές αντιπροσωπεύουν ήδη το 56% της ηλεκτροπαραγωγής, έναντι 43% πριν από μια δεκαετία, με στόχο να φτάσουν το 81% έως το 2030. Τη στιγμή της κατάρρευσης, η ηλιακή ενέργεια κάλυπτε το 53% της παραγωγής, η αιολική σχεδόν το 11%, ενώ μόλις 15% αντιστοιχούσε σε φυσικό αέριο και πυρηνική ενέργεια, σύμφωνα με τα στοιχεία του διαχειριστή REE.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη από τον Μάιο του 2024, ο διαχειριστής του συστήματος στην Ισπανία, REE, είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν οι ΑΠΕ, διασκορπισμένες γεωγραφικά, τροφοδοτούν υποσταθμούς που δεν έχουν σχεδιαστεί για να διαχειρίζονται υψηλούς όγκους ενέργειας. Σύμφωνα με μελέτη του REE, για να διασφαλιστεί η ανθεκτικότητα του συστήματος σε απότομες διακυμάνσεις, απαιτούνται επενδύσεις σε αυτοματισμούς απόρριψης φορτίου που λειτουργούν ως «αμορτισέρ» σε περιπτώσεις πτώσης παραγωγής. Υπό αυτό το πρίσμα, γίνεται σαφές ότι το ζήτημα ξεπερνά τα γεωγραφικά όρια της Ιβηρικής – αφορά ολόκληρη την Ευρώπη και φυσικά και την Ελλάδα. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το εγχώριο δίκτυο είναι έτοιμο να ανταποκριθεί σε αντίστοιχες προκλήσεις. Πηγές από το ΥΠΕΝ, τον ΑΔΜΗΕ και τον ΔΕΔΔΗΕ τονίζουν ότι η εγρήγορση είναι συνεχής και ότι βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικές επενδύσεις ενίσχυσης των υποδομών. Μόνο για το 2024, ο ΑΔΜΗΕ προχώρησε σε επενδύσεις άνω των 700 εκατ. ευρώ, ενώ η ΔΕΗ – μέσω του ΔΕΔΔΗΕ αλλά και του δικτύου της στη Ρουμανία – ξεπέρασε το 1 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με ειδικούς του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος, οι διακοπές μπορούν να συμβούν οποτεδήποτε, ανεξάρτητα από την πηγή ενέργειας. Ωστόσο, η αυξημένη διείσδυση ΑΠΕ δυσχεραίνει την απορρόφηση συστημικών διαταραχών, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαίες περισσότερες επενδύσεις σε κρίσιμα εξαρτήματα όπως οι μετασχηματιστές, που συμβάλλουν στη σταθερότητα.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται και στον παράγοντα της «αδράνειας». Όπως εξηγούν τεχνικοί εμπειρογνώμονες, τα δίκτυα που στηρίζονται σε θερμικές μονάδες διαθέτουν φυσική αντίσταση σε διακυμάνσεις της συχνότητας – κάτι που δεν ισχύει για τις ΑΠΕ. Η χαμηλή αδράνεια μειώνει την ανθεκτικότητα του δικτύου και μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα κατάρρευσης. Η ενίσχυσή της μπορεί να επιτευχθεί μέσω λύσεων όπως μπαταρίες, υπερπυκνωτές και σφονδύλους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΔΕΗ σχεδιάζει τη μετατροπή των γεννητριών των μονάδων 3 και 4 του ΑΗΣ Καρδιάς σε σύγχρονους πυκνωτές, που θα ενισχύσουν τη σταθερότητα του δικτύου υπερυψηλής τάσης. Η επένδυση εκτιμάται σε 30 εκατ. ευρώ και ήδη έχει δρομολογηθεί η διαδικασία επιλογής αναδόχου.