Ηνωμένο Βασίλειο: Διατήρηση των μειωμένων επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης

Ηνωμένο Βασίλειο: Διατήρηση των μειωμένων επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης
Παρασκευή, 19/06/2020 - 14:55

Το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται ότι διατήρησε τα μειωμένα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης και μετά την άρση των περιορισμών για την πανδημία του κορωνοϊού.

Πιο συγκεκριμένα, οι μετρήσεις για την ατμοσφαιρική ρύπανση στο Λονδίνο έδειξαν πως τα μειωμένα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου που είχαν καταγραφεί με την έναρξη του lockdown και οφείλονταν στη μειωμένη κίνηση στους δρόμους, συνεχίστηκαν και κατά τους μήνες του Απριλίου και του Μαΐου.

Μάλιστα, σε σύγκριση με τις πρώτες 11 εβδομάδες του 2020 που προηγούνταν των περιοριστικών μέτρων, σημειώθηκε μία μείωση περίπου στο 31%. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι μεγαλύτερες μειώσεις αφορούν στις κεντρικές περιοχές του Λονδίνου.

Όπως σημειώνει ο Guardian, η άνοιξη θεωρείται συνήθως η χειρότερη εποχή για την ατμοσφαιρική ρύπανση σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Μάλιστα, πριν από έξι χρόνια το Παρίσι απαγόρευσε το ήμισυ της κυκλοφορίας για να ελέγξει την ανοιξιάτικη αιθαλομίχλη, κάτι που προκαλείται από την ατμοσφαιρική ρύπανση από το κυκλοφοριακό και τη βιομηχανία σε συνδυασμό με αμμωνία από λιπάσματα.

Αυτό το έτος δεν ήταν διαφορετικό για το Λονδίνο, το οποίο βίωσε πέντε φορές την ανοιξιάτικη αιθαλομίχλη από την έναρξη των περιορισμών μέχρι τα μέσα Μαΐου. Όμως η μείωση της κυκλοφορίας και της βιομηχανικής δραστηριότητας σε ολόκληρη της Ευρώπη σήμαινε ότι οι μέγιστες συγκεντρώσεις ρυπογόνων μικροσωματιδίων ήταν περίπου τα δύο τρίτα των προηγούμενων ετών.

Σχετικά με την άνοιξη και το καλοκαίρι, θεωρούνται οι περίοδοι αιχμής για το τροποσφαιρικό όζον, ενός ρύπου συνώνυμου με το νέφος του Λος Άντζελες. Σήμερα, πολλοί από τους ρύπους οι οποίοι προκαλούν την καλοκαιρινή αιθαλομίχλη προέρχονται από διαλύτες, μελάνια και προϊόντα καθαρισμού που χρησιμοποιούνται στα σπίτια. Έτσι δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε αρκετά ξεσπάσματα νέφους κατά την ηλιόλουστη περίοδο των περιοριστικών μέτρων.

Πηγή: The Guardian