Η παγκόσμια βιομηχανία φυσικού αερίου αναμένεται να συνεχίσει την ανάπτυξη της μετά την πανδημία και να υιοθετήσει τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη

Η παγκόσμια βιομηχανία φυσικού αερίου αναμένεται να συνεχίσει την ανάπτυξη της μετά την πανδημία και να υιοθετήσει τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη
Παρασκευή, 07/08/2020 - 17:30

Μετά την αύξηση κατά περισσότερο από 2% το 2019, η παγκόσμια χρήση φυσικού αερίου αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 4% το 2020, καθώς η πανδημία της νόσου Covid-19 μειώνει την κατανάλωση ενέργειας σε όλες τις παγκόσμιες οικονομίες. Ωστόσο, οι προκύπτουσες χαμηλές τιμές του φυσικού αερίου, καθώς και οι πολιτικές καθαρού αέρα και κλίματος, θα προωθήσουν την περαιτέρω μετάβαση στο φυσικό αέριο από άλλες πιο ρυπογόνες πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και ο άνθρακας. Η τάση αυτή είχε ήδη ξεκινήσει πριν από την πανδημία, χάρη στο ανταγωνιστικό, ως προς το κόστος, φυσικό αέριο σε βασικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, της βιομηχανίας και των μεταφορών, καθώς και σε μεγάλες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας.

Η Παγκόσμια Έκθεση Φυσικού Αερίου 2020, που δημοσιεύθηκε εχθές από την Internation Gas Union (IGU), την ερευνητική εταιρεία BloombergNEF (BNEF) και την Snam, την ιταλική εταιρεία διεθνών υποδομών φυσικού αερίου, εξετάζει τις βασικές παγκόσμιες εξελίξεις της βιομηχανίας φυσικού αερίου κατά το τελευταίο έτος, παρέχει μια υψηλού επιπέδου προοπτική για τις μελλοντικές εξελίξεις στην αγορά φυσικού αερίου και εξετάζει τις δυνατότητες του υδρογόνου ως καθαρού καυσίμου, το οποίο θα βοηθήσει στην επίτευξη των κλιματικών στόχων.

H έκθεση δείχνει ότι η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη θα προέλθει από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας κόστους και την αυξημένη παγκόσμια πρόσβαση στο φυσικό αέριο. Μια ιδιαίτερη ευκαιρία ανάπτυξης υπάρχει στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ/LNG). Οι εισαγωγές ΥΦΑ ανήλθαν σε 482 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2019, σημειώνοντας αύξηση 13% σε σχέση με το 2018 και, ενώ ο αριθμός αυτός αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 4,2% το 2020, θα μπορούσε να ανακάμψει το 2021γρήγορα στα προηγούμενα επίπεδα, ανάλογα με την επιμονή και τη μακροζωία της πανδημίας.

Υπάρχουν άφθονοι πόροι φυσικού αερίου για τη στήριξη της αύξησης της ζήτησης, αλλά απαιτείται μεγαλύτερη ανάπτυξη υποδομών φυσικού αερίου για τη στήριξη της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα. Η Ινδία σχεδιάζει να διπλασιάσει σχεδόν το μήκος του δικτύου μεταφοράς φυσικού αερίου της, ενώ η Κίνα θα αυξήσει το δίκτυο φυσικού αερίου περίπου 60% μέχρι το 2025.

Φυσικό αέριο χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα

Μακροπρόθεσμα, υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες για την κλιμάκωση της χρήσης τεχνολογιών αερίου χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, αλλά αυτές εξαρτώνται από τη σημαντική δράση πολιτικής και τις επενδύσεις σε υποδομές τα επόμενα χρόνια. Το καθαρό υδρογόνο θα μπορούσε να μειώσει έως και το 37% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που σχετίζονται με την ενέργεια, σύμφωνα με εκτιμήσεις της BNEF. Ωστόσο, αυτό θα απαιτούσε μια σειρά από ουσιαστικά βήματα, συμπεριλαμβανομένης της τιμολόγησης των εκπομπών που συνδέονται με σαφείς, ευθυγραμμισμένους με τους μακροπρόθεσμους στόχους για το κλίμα που συμφωνήθηκαν στο Παρίσι, εναρμονισμένα πρότυπα που διέπουν τη χρήση υδρογόνου, συντονισμένες στρατηγικές σχετικά με την ανάπτυξη περιφερειακών και παγκόσμιων υποδομών και την ανάπτυξη εξοπλισμού έτοιμου για υδρογόνο, όπως αγωγοί, αεριοστρόβιλοι και συσκευές τελικής χρήσης.

Η ανάπτυξη μιας διεθνούς αγοράς υδρογόνου θα μπορούσε επίσης να επιταχύνει την υιοθέτησή του. Η έκθεση διαπιστώνει ότι η Γερμανία, η οποία επιδιώκει την ταχεία ανάπτυξη του υδρογόνου, θα μπορούσε να προμηθευτεί οικονομικά ανταγωνιστικό υδρογόνο (περίπου 1 δολάριο/kg) το 2050 από διάφορες πηγές, μεταξύ άλλων μέσω ηλεκτρόλυσης από τη δική της εγχώρια παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, ή μέσω εισαγωγών από αγωγούς από τη Βόρεια Αφρική ή τη Νότια Ευρώπη.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Snam, Marco Alverà, δήλωσε: «Η αγορά υδρογόνου βρίσκεται στα πρόθυρα μιας επανάστασης. Ο στόχος είναι να μειωθεί το κόστος του πράσινου υδρογόνου μέχρι να γίνει ανταγωνιστικό με τα ορυκτά καύσιμα σε πολλές χρήσεις κατά τα επόμενα πέντε χρόνια. Ένας έξυπνος τρόπος για να κλιμακωθεί η παραγωγή υδρογόνου είναι η ανάμειξη της με φυσικό αέριο σε υπάρχοντες αγωγούς φυσικού αερίου, κάτι που η Snam δοκιμάζει εδώ και δύο χρόνια. Οραματιζόμαστε ένα μέλλον όπου το καθαρό υδρογόνο που παράγεται στη Νότια Ιταλία ή τη Βόρεια Αφρική μπορεί να μεταφερθεί μέσω των αγωγών μας για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Ενώ η προσφορά και η ζήτηση ταιριάζουν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, η υποδομή αναμένεται να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην υποστήριξη της διείσδυσης του υδρογόνου στο ενεργειακό μείγμα».

Το φυσικό αέριο σε μακροπρόθεσμο χρονικό διάστημα

Η έκθεση εξετάζει επίσης τις μακροπρόθεσμες προοπτικές για το φυσικό αέριο στο πλαίσιο διαφόρων υφιστάμενων σεναρίων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ), την ανάλυση του BNEF και της IGU. Το σενάριο δηλωμένων πολιτικών του IEA, από τις παγκόσμιες ενεργειακές προοπτικές του 2019, προβλέπει αύξηση της χρήσης φυσικού αερίου κατά 1,4% ετησίως έως το 2040, ενώ οι νέες ενεργειακές προοπτικές του BNEF για το 2019 προέβλεπαν αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου στον τομέα της ενέργειας κατά 22% έως το 2050.

Αντίθετα, το Σενάριο Βιώσιμης Ανάπτυξης του IEA βλέπει τη χρήση φυσικού αερίου να μειώνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 2020 και μετά, καθώς η παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση επιπεδώνεται και ο κόσμος αγκαλιάζει τη δράση για το κλίμα. Τόσο η ανάλυση της IGU όσο και του BNEF δείχνουν ότι περίπου το ένα τρίτο των εκπομπών που σχετίζονται με την ενέργεια θα μπορούσε να μειωθεί με την υιοθέτηση τεχνολογιών καθαρού φυσικού αερίου. Αυτή η απόκλιση στις προοπτικές υπογραμμίζει τόσο τους κινδύνους όσο και τις ευκαιρίες για τον παγκόσμιο τομέα φυσικού αερίου στην ενεργειακή μετάβαση – καθώς και τη σημασία των δράσεων που αναλαμβάνονται τόσο από τη βιομηχανία όσο και από την κυβέρνηση για τη σύλληψη των νέων ευκαιριών και τον μετριασμό των κινδύνων για τον τομέα κατά τις επόμενες δεκαετίες