«Δεν αποφασίζουμε εδώ στην Ελλάδα» ανέφερε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι ο ΣΕΒ αναγνωρίζει πως στην Ελλάδα έχουμε πολύ υψηλό κόστος ενέργειας και έχει υποβάλει σχετικές προτάσεις στην κυβέρνηση. Υπενθύμισε ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναλάβει πρωτοβουλία υποβάλλοντας προτάσεις στις Βρυξέλλες αλλά δυστυχώς όπως είπε, η προσπάθεια δεν καρποφόρησε.
Η υιοθέτηση μέτρων όπως αυτό της Βουλγαρίας η κυβέρνηση της οποίας επιδοτεί το κόστος της ενέργειας για τις επιχειρήσεις όταν αυτό ξεπερνάει τα 90 ευρώ/MWh, θα μπορούσε να είναι μια λύση για την άμβλυνση των επιπτώσεων του υψηλού ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις.
Αυτό επισημαίνουν κύκλοι του ΣΕΒ με αφορμή τα αποτελέσματα έρευνας που παρουσιάστηκε χθες από την ηγεσία του Συνδέσμου, σύμφωνα με την οποία το ενεργειακό κόστος αναδεικνύεται ως κυρίαρχο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις, ενώ ακολουθούν ζητήματα που στο παρελθόν βρίσκονταν στην κορυφή των ανησυχιών, όπως η φορολογία και οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές.
Σύμφωνα με την έρευνα που έχει τίτλο ο «Σφυγμός του επιχειρείν» και πραγματοποιείται από την MRB, για λογαριασμό του ΣΕΒ σε ετήσια βάση και παρουσιάστηκε χθες οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, θέτουν το ενεργειακό κόστος στην κορυφή των ανησυχιών τους. Συγκεκριμένα το 93,9% των μεσαίων επιχειρήσεων και το 78,1% των μικρών θεωρεί το ενεργειακό κόστος ως το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, ενώ ακολουθεί η φορολογία των επιχειρήσεων για το 86,8% των μεσαίων και το 82% των μικρών. Οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές στην εργασία προβληματίζουν το 85,5% των μεσαίων και το 83,8% των μικρών. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι βασικές προκλήσεις είναι οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό σε ποσοστό 71,5%, η γραφειοκρατία κατά 69,6% και οι φόροι και ασφαλιστικές εισφορές στην εργασία κατά 68,9%.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο πρόεδρος του ΣΕΒ παραδέχτηκε ότι τα συμφέροντα των μελών του Συνδέσμου μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να είναι αντικρουόμενα στο ζήτημα του ενεργειακού κόστους αλλά πρόσθεσε ότι οι μεγάλοι παραγωγοί ενέργειας είναι ταυτόχρονα και μεγάλοι καταναλωτές, κάτι που επιτρέπει στο Σύνδεσμο να καταλήγει σε κοινές θέσεις.
Πάντως κεντρικό μήνυμα της χθεσινής συνέντευξης του προέδρου του ΣΕΒ Σπύρου Θεοδωρόπουλου, ήταν η ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και εν γένει της οικονομίας κάτι που θα διευκολύνει την αύξηση των μισθών.
«Οι μισθοί στην Ελλάδα είναι πραγματικά χαμηλοί, αλλά για να λέμε αλήθειες, είναι χαμηλοί γιατί έχουμε χαμηλή παραγωγικότητα», επεσήμανε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος εξήγησε πως το βασικό πρόβλημα δεν είναι τόσο το επίπεδο των τιμών όσο η πολύ χαμηλή αγοραστική δύναμη που έχουν οι πολίτες.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ αναγνώρισε ότι η ανάγκη για αύξηση των μισθών είναι υπαρκτή, αλλά ξεκαθάρισε πώς «δεν μπορούν να αυξηθούν σε πραγματικούς όρους οι μισθοί, παρόλο που το αναγνωρίζουμε, παρόλο που θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ότι είναι δυνατόν».
Ανέφερε δε ότι η Ελλάδα καταγράφει παραγωγή μόλις 38 ευρώ ανά ώρα εργασίας, έναντι 80 ευρώ στη Γερμανία και 151 ευρώ στη Δανία, υπογραμμίζοντας πως «αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα, θα προσπαθούμε να μοιράσουμε μια πίτα η οποία δεν είναι αρκετή».
Όπως τόνισε, το πρόβλημα της χαμηλής αγοραστικής δύναμης ή της ακρίβειας λύνεται μόνο με βελτίωση της παραγωγικής βάσης. «Πρέπει να επενδύσουμε πρώτα εμείς οι επιχειρήσεις, που είμαστε ο βασικός παράγοντας, και οι εργαζόμενοι –που δεν είναι ο βασικός παράγων– να μας δώσουν μορφές ευελιξίας. Κι εμείς, με τη σειρά μας, να τους δώσουμε καλύτερες αμοιβές», κατέληξε.
Εκανε δε επίκληση στα αίτια που οδήγησαν στη μνημονιακή κρίση. «Τα αίτια της κρίσης ήταν το δημοσιονομικό, παραγωγικότητα, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το ένα αναγνωρίζουμε όλοι ότι το έχουμε πάει καλά. Πρέπει να λύσουμε και τα άλλα δύο και να ασχοληθούμε σοβαρά. Δεν θα βελτιωθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αν δεν βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας ώστε να κάνουμε εξαγωγές. Και για το πετύχουμε αυτό δεν μπορούμε να έχουμε χαμηλότερη παραγωγικότητα από τους ανταγωνιστές μας.
Είναι ένας φαύλος κύκλος και πρέπει να κλείσουμε και τα άλλα δύο όλοι μαζί. Και η κυβέρνηση και οι επιχειρηματίες και οι εργαζόμενοι» πρόσθεσε.
Πάντως με βάση την πανελλαδική έρευνα του ΣΕΒ το 52,4% των επιχειρήσεων απαντά «ναι» στην ερώτηση αν σχεδιάζουν αυξήσεις, ενώ το 30,4% δηλώνει αρνητικό και το 17,2% επιφυλάσσεται (ΔΞ/ΔΑ).
Σε επίπεδο κλάδων, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στον δευτερογενή τομέα. Η βιομηχανία εμφανίζεται πρώτη, με το 79,4% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι θα αυξήσει τους μισθούς. Ακολουθούν οι κατασκευές, με 66,7%, και οι υπηρεσίες με 60,2%. Πάνω από τον μέσο όρο κινούνται επίσης οι κλάδοι μεταφορών/αποθήκευσης/ενέργειας, με 54,2%, καθώς και η ξενοδοχειακή και η εστίαση με 52,0%.
Στον αντίποδα, χαμηλότερα ποσοστά αυξήσεων αναμένονται στο εμπόριο (38,8%) και κυρίως στον κλάδο των πολύ μικρών επιχειρήσεων, που φαίνεται να αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες προσαρμογής.