Ave Caesar Imperator!
Το θέαμα του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ –και πρώην πρωθυπουργού της Ολλανδίας επί μακρόν– Μαρκ Ρούτε να κολακεύει αναίσχυντα τον Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να προκαλεί αμηχανία ή ακόμα και ετεροντροπή. Από μία άλλη οπτική όμως, μπορεί να ιδωθεί ως η τέλεια σύνοψη της μάλλον θλιβερής εικόνας που παρουσίασε το σύνολο της συλλογικής «ευρωπαϊκής ηγεσίας» τόσο κατά την υποδοχή του Αμερικανού Προέδρου όσο και κατά τη –χαρακτηριστικά σύντομη, δεδομένου του περιορισμένου ορίου προσοχής και ενδιαφέροντος του τελευταίου– διάρκεια των εργασιών της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη τον περασμένο Ιούνιο.
Πολύ σημαντικότερη από τις λεκτικές γονυκλισίες του Ρούτε και από τον διαγκωνισμό ορισμένων ήσσονος βαρύτητας Ευρωπαίων πρωθυπουργών για το ποιος θα βρεθεί πιο κοντά στον Τραμπ –ο οποίος κατά πάσα βεβαιότητα αγνοούσε την ύπαρξή τους– ήταν τα αποτελέσματα της Συνόδου και τα επακόλουθά της που επισφραγίζουν την εδραίωση της γεωστρατηγικής, στρατιωτικής και οικονομικής-βιομηχανικής υποτέλειας της Ευρώπης στις ΗΠΑ, με το ΝΑΤΟ να λειτουργεί ως το θεσμικό όχημα αυτής.
Την επαύριο της Συνόδου, ο ευρωπαϊκός Τύπος πανηγύριζε ότι ο Τραμπ «επιβεβαίωσε την προσήλωση των ΗΠΑ στο άρθρο 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ», που περιέχει τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης. Δηλαδή, το απολύτως αυτονόητο. Στην πραγματικότητα, η ιδέα ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρούσαν από την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ υπήρχε μόνο στα πανικόβλητα μυαλά των ίδιων των Ευρωπαίων. Αντίθετα, η Ουάσιγκτον, παρά το φαινομενικά αλλοπρόσαλλο στυλ του σημερινού Προέδρου, επιδεικνύει μια εντυπωσιακή σταθερότητα στη στρατηγική της, που δεν είναι άλλη από την ενίσχυση και την περιχαράκωση της δικής της σφαίρας επιρροής στον αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο –σφαίρα επιρροής που ασφαλώς περιλαμβάνει την Ευρώπη– και, συγχρόνως, τη μετάθεση του βάρους της ευρωπαϊκής ασφάλειας στους Ευρωπαίους συμμάχους-υποτελείς, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ρωσικής ανάσχεσης και του πολέμου της Ουκρανίας.
Υπ’ αυτή την έννοια, η Σύνοδος σηματοδότησε έναν νέο καταμερισμό εργασίας και (κυρίως) εξόδων εντός της αδιαμφισβήτητης αμερικανικής ηγεμονίας, ενταφιάζοντας οριστικά –τουλάχιστον για το ορατό μέλλον– κάθε φιλοδοξία για την περίφημη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Η αυτοκρατορική παρουσία του Ντόναλντ Τραμπ, με τη ρητορική του για «δίκαιη κατανομή βαρών», υπογράμμισε την απαίτηση των ΗΠΑ για μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική συνεισφορά από την Ευρώπη. Οι δε ευρωπαϊκές χώρες, πέρα από τις ρητορικές διακηρύξεις των αρχικών μηνών της προεδρίας Τραμπ, οι οποίες παραμερίστηκαν εν ριπή οφθαλμού, αποδέχθηκαν ασμένως μια Βορειοατλαντική Συμμαχία απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τις στρατηγικές προτεραιότητες της Ουάσιγκτον.
Από την αμερικανική πλευρά, τούτο δεν συνιστά απόσυρση, πολλώ δε μάλλον χειραφέτηση των Ευρωπαίων, αλλά μια έξυπνη αναδιάταξη. Οι ΗΠΑ δεν εγκαταλείπουν την Ευρώπη, αλλά την προσδένουν σφιχτότερα στη δική τους γεωπολιτική ατζέντα, διατηρώντας τον έλεγχο των κρίσιμων αποφάσεων. Η Ευρώπη καλείται πλέον να χρηματοδοτήσει την αμυντική της θωράκιση, να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες και τη στρατιωτική της συνδρομή και να υποστηρίξει ενεργά την Ουκρανία, η οποία θα είναι το κατεξοχήν ευρωπαϊκό (άρα, όχι αμερικανικό) πρόβλημα για τα επόμενα χρόνια ή δεκαετίες. Το σχέδιο ReArm Europe της ΕΕ (πολιτικού βραχίονα του ΝΑΤΟ εφεξής), που περιλαμβάνει την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών και τα 150 δισεκατομμύρια του Κανονισμού SAFΕ, είναι μαθηματικά πλήρως συμβατό με τη δέσμευση των Ευρωπαίων (πλην Ισπανίας) να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035, επιμεριζόμενες σε 3,5% για καθαρά στρατιωτικές δαπάνες και 1,5% για θωράκιση των κρίσιμων υποδομών (τηλεπικοινωνίες, δίκτυα μεταφορών, κυβερνοασφάλεια κ.λπ).
Όσο για εκείνους (με πρώτο τον Εμανουέλ Μακρόν) που ήλπιζαν ότι αυτό θα ενίσχυε τις ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες, σε μια παρωδία στρατιωτικού κεϊνσιανισμού, η διάψευση είναι μάλλον απότομη και επώδυνη. Οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία πρόθεση να απεμπολήσουν την πρωτοκαθεδρία σε τεχνολογία, οπλικά συστήματα και πολλαπλασιαστές ισχύος, όπως οι στρατηγικές μεταφορές και οι στρατιωτικοί δορυφόροι. Η τραγική (για την Ευρώπη) ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι ο Τραμπ σκοπεύει να την αναγκάσει να εξοπλιστεί όσο γίνεται περισσότερο με αμερικανικά όπλα, τα οποία, άλλωστε, ο ίδιος διαφημίζει ως «υπέροχα και καταπληκτικά». Έτσι, η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης μετατρέπεται σε ακόμα ένα εργαλείο (μαζί με τον συνεχιζόμενο εμπορικό πόλεμο μέσω δασμών) της οικονομικής και βιομηχανικής εξάρτησής της από τις ΗΠΑ. Ακόμα και η αντιληπτική ικανότητα της Κάγια Κάλας αποδείχτηκε επαρκής για τη συνειδητοποίηση ότι το σχέδιο Τραμπ για εξοπλισμό της Ουκρανίας με αμερικανικά όπλα, τα οποία θα πληρώσουν οι Ευρωπαίοι «σύμμαχοι» μέσω του ΝΑΤΟ, δεν είναι ιδιαίτερα συμφέρουσα. Γι’ αυτό, άλλωστε, μια σειρά από χώρες (ιδίως η Γαλλία) έσπευσαν να δηλώσουν opt-out, ενώ άλλες δήλωσαν πρόθυμες ακόμα και για αυτό (ιδίως η Γερμανία).
Κύριε Πρόεδρε, ιδού ο στρατός σας!
Θα ήταν χρήσιμη, σε αυτό το σημείο, μια νοητική άσκηση, διά της προβολής στο μέλλον, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2030, χρονικό σημείο όπου, σύμφωνα με τους ιέρακες, η Ρωσία θα είναι έτοιμη «να επιτεθεί στην Ευρώπη, εάν κατακτήσει την Ουκρανία», ώστε να καταγραφεί, ρεαλιστικά, τι είδους στρατιωτική δύναμη θα ήταν σε θέση να αντιπαρατάξουν οι Ευρωπαίοι, στο πλαίσιο αυτού του σχεδιαζόμενου Ευρω-ΝΑΤΟ, ήτοι με ελαχιστοποιημένη αμερικανική συμμετοχή και μεγιστοποίηση της επιχειρησιακής συνδρομής των ευρωπαϊκών κρατών (συν του Καναδά).
Σε αυτό το σενάριο, η δομή δυνάμεων του ΝΑΤΟ θα περιλαμβάνει περίπου 40.000 προσωπικό με αμυντικό προϋπολογισμό 550–750 δισ. ευρώ (2,5%–3% ΑΕΠ, ποσοστό ευθυγραμμισμένο με τους διακηρυγμένους στόχους της Συνόδου της Χάγης, αλλά και με τα 800 δισ. ευρώ του ReArm Europe). Οι χερσαίες δυνάμεις θα αποτελούνται από τις ήδη υφιστάμενες οκτώ νατοϊκές Ομάδες Μάχης, αλλά ενισχυμένες σε μέγεθος ταξιαρχίας, εξοπλισμένες με άρματα και οχήματα μάχης, πυροβολικό, αντιαεροπορικά συστήματα, συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, drones και ελικόπτερα. Οι ναυτικές δυνάμεις θα είναι, επίσης, καταμερισμένες στις δύο μόνιμες νατοϊκές Ομάδες (Βορείου Ατλαντικού-Βαλτικής και Μεσογείου-Μαύρης Θάλασσας), με δύο αεροπλανοφόρα, και τα συνοδά πολεμικά τους πλοία, υποβρύχια και αεροσκάφη κρούσης και ναυτικής συνεργασίας. Οι αεροπορικές δυνάμεις θα κατανέμονται σε πέντε (ομοίως, ήδη υφιστάμενες, αλλά ενισχυμένες) Μοίρες, με μαχητικά και μεταγωγικά αεροσκάφη, ελικόπτερα και αεροσκάφη εναέριας επιτήρησης και ελέγχου. Με μια μάλλον υπερβολικά αισιόδοξη πρόβλεψη, η Ευρώπη θα ήταν σε θέση να υποστηρίξει αυτή τη δύναμη με τους δικούς της στρατιωτικούς δορυφόρους και τα δικά της συστήματα κυβερνοάμυνας (εάν και εφόσον της επιτραπεί). Θα μπορούσε κανείς ακόμα και να εικάσει ότι η πρόταση Μακρόν να καλύψει η Γαλλία την Ευρώπη με τη δική της πυρηνική ομπρέλα θα προχωρήσει, αν και κάπου εκεί εντοπίζονται τα όρια μεταξύ ρεαλιστικής πραγματικότητας και επιστημονικής φαντασίας.
Το δίχως άλλο, πρόκειται για μια πολύ εντυπωσιακή στρατιωτική δύναμη αποτροπής, τουλάχιστον στα χαρτιά, καθότι ελπίζει κανείς ότι ποτέ δεν θα χρειαστεί να αποδείξει τη μαχητική της ικανότητα σε πραγματικές συνθήκες μάχης εναντίον του εμπειροπόλεμου ρωσικού στρατού. Υπάρχουν όμως δύο σοβαρά προβλήματα με αυτόν τον splendid little (European) army. Το πρώτο –και μάλλον προφανές– είναι ότι θα είναι εξαιρετικά ακριβός. Και με δεδομένη την αναιμική οικονομική ανάπτυξη –μάλλον, ύφεση– των ευρωπαϊκών οικονομιών, είναι απολύτως σαφές ότι το κόστος θα κληθεί να καλύψει το ήδη αποδυναμωμένο ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος και το συρρικνωμένο εισόδημα των Ευρωπαίων πολιτών.
Ο γαλλικός προϋπολογισμός που κατατέθηκε από την κυβέρνηση Μπαϊρού και περιλαμβάνει μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών, με ανάλογη μείωση των κοινωνικών δαπανών και των δημόσιων επενδύσεων, που θυμίζουν έντονα τα ελληνικά μνημόνια ασφυκτικής λιτότητας, είναι σημάδι από ένα λίαν δυσοίωνο μέλλον.
To δεύτερο πρόβλημα είναι λιγότερο προφανές, αλλά εξίσου κρίσιμο: τι ακριβώς θα κάνει αυτός ο ευρωστρατός υπό τη νατοϊκή αιγίδα; Ποια θα είναι η αποστολή του; Αν πιστέψει κανείς τους Ρούτε, φον ντερ Λάιεν και λοιπούς, η αναχαίτιση των ρωσικών ορδών που, έχοντας καταβροχθίσει την Ουκρανία για ορεκτικό, θα είναι έτοιμες να περάσουν στο κυρίως πιάτο, δηλαδή στις Βαλτικές Δημοκρατίες ή ακόμα και την Πολωνία, η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι η ταχύτερα εξοπλιζόμενη ευρωπαϊκή χώρα αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι ο ουκρανικός στρατός είναι με διαφορά ο πιο αξιόμαχος στην ευρωπαϊκή ήπειρο και ότι η ουκρανική περιπέτεια του Κρεμλίνου έχει ήδη αποδειχθεί εξαιρετικά κοστοβόρα για τη Ρωσία. Επιπλέον, οι αιώνιες εσωτερικές διαιρέσεις και η έλλειψη ενιαίας στρατηγικής εμποδίζουν την Ευρώπη να καλύψει πλήρως το «κενό» των ΗΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι οι Ευρωπαίοι θα είναι σε θέση να εμπλακούν σε μεγάλης κλίμακας «αληθινό» πόλεμο χωρίς τη στήριξη (άρα, και την έγκριση) των ΗΠΑ.
Αυτή η δυναμική αποκαλύπτει τα απώτατα όρια της ευρωπαϊκής στρατιωτικοποίησης: η Ευρώπη αυξάνει μεν τις αμυντικές δαπάνες και τις επιχειρησιακές δυνατότητές της, αλλά αυτό δεν μεταφράζεται σε ευρωπαϊκή κυριαρχία: παραμένει δορυφόρος της αμερικανικής ηγεμονίας. Τα ευρωπαϊκά κράση ενσωματώνονται στο αμερικανικό γεωπολιτικό σχέδιο, εξυπηρετώντας πρωτίστως τις αμερικανικές προτεραιότητες, δηλαδή τη στροφή στον Ινδικό-Ειρηνικό με ορίζοντα την Κίνα. Σε αυτό το σχέδιο η Γηραιά Ήπειρος δεν είναι παρά η υπερατλαντική επαρχία –σπουδαία, χωρίς αμφιβολία, αλλά επαρχία– του Imperium Americanum. Ο Αυτοκράτορας έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο που προκύπτει από την υπερέκθεσή του και γι’ αυτό απαιτεί από τους συμμάχους του να καλύψουν την πλευρά του μετώπου που εφάπτεται με τις δικές τους επικράτειες, πληρώνοντας, συγχρόνως, τον ίδιο για τα όπλα που θα χρειαστούν για να το κάνουν. Δηλαδή, η Ευρώπη καλείται να πληρώσει το κόστος της ίδιας της της υποτέλειας. Ή μάλλον, όχι η Ευρώπη, αλλά οι ευρωπαϊκοί λαοί.
(Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, LLM London School of Economics, διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο 27ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ)