Η συμφωνία διευθετεί οριστικά τις οικονομικές και εμπορικές διαφορές που είχαν προκύψει για την προηγούμενη τριετία και θέτει νέους όρους τιμολόγησης για τα έτη 2025 και 2026. Η προσφυγή της ΔΕΠΑ σε διαιτησία, η οποία εκκρεμούσε και αναμενόταν να οδηγήσει σε απόφαση το επόμενο διάστημα, δεν προχώρησε καθώς οι δύο πλευρές κατέληξαν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, σύμφωνα με πηγές κοντά στην εταιρεία, η Gazprom παραιτείται από κάθε οικονομική απαίτηση για ρήτρες take or pay, οι οποίες είχαν υπολογιστεί σε περίπου 400 εκατ. ευρώ και αφορούσαν ποσότητες φυσικού αερίου που δεν απορροφήθηκαν την περίοδο 2022–2024. Παράλληλα, επανακαθορίζονται οι τιμές προμήθειας για τα υπόλοιπα δύο χρόνια της σύμβασης, σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα των προηγούμενων ετών. Ως αποτέλεσμα, το ρωσικό φυσικό αέριο διατηρεί την ανταγωνιστικότητά του έναντι άλλων καυσίμων, έως και το τέλος του 2026, οπότε και ολοκληρώνεται η μεταξύ τους συμφωνία. Η συμφωνία διασφαλίζει ότι οι προμήθειες θα συνεχιστούν σε πλήρη συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό δίκαιο, χωρίς να παρεμποδίζεται η στρατηγική της ΔΕΠΑ για διαφοροποίηση προμηθευτών και ενίσχυση της ενεργειακής ευελιξίας.
Η συμφωνία μεταξύ ΔΕΠΑ Εμπορίας και Gazprom Export δεν προβλέπει παράταση της σύμβασης μετά το 2026, κάτι που συνάδει και με τη στρατηγική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για σταδιακή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Τον Ιούνιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση βάσει της οποίας από την 1η Ιανουαρίου 2026 απαγορεύονται οι νέες συμβάσεις εισαγωγής ρωσικού αερίου. Παράλληλα, οι υφιστάμενες βραχυπρόθεσμες συμβάσεις θα πρέπει να λήξουν έως τις 17 Ιουνίου 2026, με περιορισμένες εξαιρέσεις για ορισμένες χώρες. Το σχέδιο περιλαμβάνει και απαγόρευση μακροπρόθεσμων συμβάσεων για υπηρεσίες LNG σε τερματικούς σταθμούς, εφόσον συμμετέχουν ρωσικές εταιρείες, προκειμένου να απελευθερωθούν υποδομές για εναλλακτικούς προμηθευτές.
Σύμφωνα με κύκλους κοντά στην εταιρεία, τα βασικά σημεία της συμφωνίας είναι τα εξής:
- Η προσφυγή σε διαιτησία δικαίωσε τη στρατηγική της ΔΕΠΑ, λειτουργώντας ως μοχλός πίεσης. Η ρωσική πλευρά επέστρεψε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πέντε μήνες πριν την αναμενόμενη έκδοση απόφασης από το Διαιτητικό Δικαστήριο.
- Η συμφωνία εξασφαλίζει συνέχεια στις ροές ρωσικού αερίου, μειώνοντας τον ενεργειακό κίνδυνο σε μια περίοδο γεωπολιτικής ρευστότητας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
- Ρυθμίζει οριστικά τις εκκρεμότητες έως τη λήξη της σύμβασης, παρέχοντας στη ΔΕΠΑ ένα σταθερό και προβλέψιμο πλαίσιο λειτουργίας, χωρίς ανοιχτά νομικά ή εμπορικά ζητήματα.
- Διαγράφονται οι οικονομικές απαιτήσεις της Gazprom, που αφορούσαν ρήτρες τύπου take or pay συνολικού ύψους περίπου 400 εκατ. ευρώ.
- Εξασφαλίζεται ανταγωνιστική τιμή προμήθειας αερίου μέχρι το 2026, με αναδρομική έκπτωση, γεγονός που καθιστά το ρωσικό αέριο συμφέρον σε σχέση με άλλα καύσιμα.
Το παρασκήνιο που οδήγησε στην εξωδικαστική συμφωνία είχε ξεκινήσει τον Μάρτιο του 2024 με απόφαση της ελληνικής πλευράς να προσφύγει σε διαιτησία κατά της Gazprom, μετά από πολύμηνες άκαρπες διαπραγματεύσεις. Η ΔΕΠΑ υποστήριζε ότι η ρωσική εταιρεία είχε παραβιάσει τη σύμβαση προμηθεύοντας, την περίοδο 2022–2023, φυσικό αέριο σε τιμή υψηλότερη από την προβλεπόμενη, αλλά και από εκείνη που παρείχε σε άλλους προμηθευτές στην ελληνική αγορά.
Η διαδικασία διαιτησίας ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2024, με στόχο αφενός την αναδρομική αναπροσαρμογή των τιμών στις ποσότητες που είχε ήδη παραλάβει η ΔΕΠΑ, και αφετέρου τη διαπραγμάτευση των ποσοτήτων που είχε επιλέξει να μη απορροφήσει, λόγω του κόστους και των συνθηκών στην αγορά.
Σημειώνεται πάντως ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητής του Δικαίου της Ενέργειας, Νίκος Φαραντούρης, εκφράζει δημόσια επιφυλάξεις για τη συμφωνία, κάνοντας λόγο για «αμφιλεγόμενο συμβιβασμό Gazprom–ΔΕΠΑ», ο οποίος, κατά την άποψή του, ενδέχεται να έχει ζημιώσει την εταιρεία και τη χώρα.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Φαραντούρης θέτει ερωτήματα για την απόφαση διακοπής της προμήθειας από την Gazprom το 2022, την επιλογή εξωδικαστικού συμβιβασμού λίγο πριν την ετυμηγορία του Διαιτητικού Δικαστηρίου, καθώς και για την τελική τιμή που συμφωνήθηκε για τις μελλοντικές παραδόσεις, σημειώνοντας ότι αν είναι υψηλότερη από εκείνη του παρελθόντος, συνιστά επιβάρυνση για την εταιρεία και τους καταναλωτές.