Τι σηματοδοτεί για τη ΔΕΠΑ Εμπορίας το mega project των 600 εκατ. ευρώ στη Λάρισα

Τι σηματοδοτεί για τη ΔΕΠΑ Εμπορίας το mega project των 600 εκατ. ευρώ στη Λάρισα
Πέμπτη, 22/05/2025 - 08:09

Σε τροχιά πλήρους καθετοποίησης κινείται η ΔΕΠΑ Εμπορίας, ενισχύοντας στρατηγικά το αποτύπωμά της και στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Με τη συμμετοχή της –σε ποσοστό 35%– σε νέα μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο στη Λάρισα, συνολικού ύψους επένδυσης 600 εκατ. ευρώ, η εταιρεία κάνει ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα στη μετεξέλιξή της σε ολοκληρωμένο ενεργειακό όμιλο, με δραστηριότητα από τη χονδρική και λιανική του φυσικού αερίου έως την παραγωγή και διαχείριση ηλεκτρικής ενέργειας.

Στόχος της διοίκησης της ΔΕΠΑ υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο Κωνσταντίνο Ξιφαρά, είναι το 2028 η εταιρεία να διαθέτει χαρτοφυλάκιο μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο και ΑΠΕ της τάξεως του 1,6 GW. Εκτιμάται ότι η παραγωγή που θα έχει στη διάθεση της από θερμικές μονάδες θα φθάσει τα 800-1000 MW. Όπως δήλωσε μάλιστα ο υφυπουργός Ενέργειας Νίκος Τσάφος κατά την υπογραφή της σύμβασης μετόχων, αυτή αποτελεί «ένα ακόμη βήμα στη μετεξέλιξη της ΔΕΠΑ σε έναν ολοκληρωμένο ενεργειακό φορέα με καίριο ρόλο στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης».

Έτσι η ΔΕΠΑ Εμπορίας θα επιδιώξει παράλληλα την επέκταση των δραστηριοτήτων της στη λιανική αγορά ρεύματος αλλά και φυσικού αερίου μέσω της θυγατρικής της Φυσικό Αέριο Ελλάδος, με στόχο τον έλεγχο, σε πρώτη φάση του 10% της λιανικής αγοράς ρεύματος και την ανάδειξη της στον τέταρτο πυλώνα της ελληνικής ενεργειακής αγοράς.

Σε ότι αφορά τη θερμική παραγωγή ρεύματος η ΔΕΠΑ μετέχει ήδη σε μονάδες παραγωγής από φυσικό αέριο, στην Αλεξανδρούπολη ισχύος 840 MW και στην Αλβανία ισχύος 174 MW, ενώ μετά τη χθεσινή υπογραφή θα μετέχει με ποσοστό 35% σε μια ακόμη θερμική μονάδα στη Λάρισα, καθαρής ισχύος 792 MW.

Στη μονάδα της Αλεξανδρούπολης το ποσοστό συμμετοχής της ΔΕΠΑ Εμπορίας είναι 29% και το υπόλοιπο 71% ανήκει στη ΔΕΗ, ενώ η παραγωγή της μονάδας που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο κατασκευής, είναι δεσμευμένη μέσω PPAs από τους δυο μετόχους. Σε ότι αφορά τη μονάδα της Αλβανίας που δρομολογείται από την εταιρεία Fier Thermoelectric, η ΔΕΠΑ και η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ κατέχουν από 35%, ενώ το υπόλοιπο 30% ανήκει στην αλβανική Gener 2.

Σε ό,τι αφορά στη νέα επένδυση είναι συνολικού ύψους 600 εκατ. ευρώ, υλοποιείται από τη ΛΑΡΙΣΑ ΘΕΡΜΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ Α.Ε., στην οποία μετέχουν εκτός από τη ΔΕΠΑ, η ισραηλινών συμφερόντων Clavenia Ltd (θυγατρική του ομίλου AroundTown με παρουσία στον κλάδο των data centers), η EUSIF Larissa A.E. (χαρτοφυλάκιο της SIREC Energy) και η ελληνική Volton. Το έργο έχει εξασφαλίσει όλες τις απαραίτητες άδειες, ενώ η τελική επενδυτική απόφαση αναμένεται έως το τέλος του 2025. Η εμπορική λειτουργία του σταθμού τοποθετείται χρονικά περίπου 2,5 έτη αργότερα.

Η νέα μονάδα συνδυασμένου κύκλου (CCGT), καθαρής ισχύος 792 MW, θα κατασκευαστεί στη Βιομηχανική Περιοχή Λάρισας και προορίζεται να αποτελέσει το πιο αποδοτικό θερμικό εργοστάσιο στην Ελλάδα, με θερμική απόδοση 62,6%, αξιοποιώντας τεχνολογία M701JAC της Mitsubishi Heavy Industries. Η ΔΕΠΑ θα αναλάβει την εμπορική προμήθεια φυσικού αερίου για τη μονάδα (1 bcm/έτος), τη διαχείριση ενέργειας και την εκπροσώπηση της εταιρείας στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, ενώ θα ορίσει και τον γενικό διευθυντή της.

Παράλληλα η ΔΕΠΑ συνεχίζει το άνοιγμα της στις ΑΠΕ όπου αυτή τη στιγμή διαθέτει εγκατεστημένη ισχύ 55 MW, ενώ πριν λίγες ημέρες υπέγραψε τη σύμβαση κατασκευής φωτοβολταϊκών πάρκων στην Κοζάνη συνολικής ισχύος 500 MW, καθώς και ενός ακόμη στα Φάρσαλα ισχύος 100 MW. Τα έργα αυτά αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία σε περί τα τέλη του 2026. Συνολικά ο στόχος της ΔΕΠΑ για την ανάπτυξη έργων ΑΠΕ είναι το 1GW.

Εξάλλου σε συνεργασία με τη Φάρμα Χήτας, υλοποιεί πιλοτικό έργο αναβάθμισης βιοαερίου σε βιομεθάνιο, ενώ μέσω του έργου GREENH2ORN, αναπτύσσει τον πρώτο σταθμό παραγωγής και ανεφοδιασμού πράσινου υδρογόνου στην Κοζάνη.

Τέλος συνεχίζεται δυναμικά η δραστηριότητα της στη χονδρική εμπορία φυσικού αερίου, ενισχύοντας την παρουσία της στις αγορές των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης.