Κερασίνα Ραφτοπούλου: Αύξηση επιτοκίων ΕΚΤ και επιτόκια καταθέσεων

Κερασίνα Ραφτοπούλου: Αύξηση επιτοκίων ΕΚΤ και επιτόκια καταθέσεων
Κερασίνα Ραφτοπούλου Κερασίνα Ραφτοπούλου
Τρίτη, 15/11/2022 - 06:19

Από το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα, δεν θεωρήθηκε αναγκαία η αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, που αφορά κυρίως τους μικροκαταθέτες (από 5.000 – 50.000€) παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν το 41 - 42 % των καταθέσεων.

Στο γενικότερο κλίμα δυσμενών οικονομικών συνθηκών η πρόσφατη αύξηση επιτοκίων, που ανακοίνωσε η ΕΚΤ (αναπροσαρμογή του βασικού επιτοκίου του ευρώ κατά 75 μονάδες βάσης στο 2%), έφερε μεγάλη αναταραχή στους δανειολήπτες, που είδαν να αυξάνεται η δόση αποπληρωμής των δανείων τους. Το χειρότερο είναι ότι αναμένεται και νέα αύξηση και έτσι θα πληρώνουν ετήσια δύο επιπλέον δόσεις των δανείων τους. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη συμβαίνει, ενώ ήδη επικρατεί κύμα ακρίβειας σε όλα τα προϊόντα (τρόφιμα, ενέργεια, θέρμανση κλπ).

Η αύξηση επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών γενικά θεωρείται ότι είναι μια προσπάθεια ελέγχου του πληθωρισμού, που αυξάνεται συνεχώς λόγω των δυσμενών διεθνών συνθηκών. Όμως η έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΤτΕ (Νοέμβριος 2022) φαίνεται ότι αμφισβητεί τα θετικά αποτελέσματα, αφού προβλέπει ότι «η ενδεχόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσουν πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και συνεπώς, ενδέχεται να αυξηθεί το κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών». Δηλαδή θα πρέπει μάλλον να περιμένουμε την αύξηση των κόκκινων δανείων Το μοναδικό θετικό που προβλέπεται από την έκθεση είναι ότι «θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο».

Με τα επιτόκια καταθέσεων όμως τι συμβαίνει;

Η έκθεση της ΤτΕ αναφέρει ότι αφενός οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί στα 185,5 δισεκ. σημειώνοντας νέο ιστορικό υψηλό δεκαετίας, αφετέρου ότι : «τα επιτόκια καταθέσεων παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα και το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο καταθέσεων/repos διαμορφώθηκε σε 0,04% το Σεπτέμβριο 2022 (Δεκέμβριος 2021: 0,04%, Ιούνιος 2022: 0,03%). Αντίστοιχα, το προσφερόμενο μέσο επιτόκιο στα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 0,05% και 0,02% το Σεπτέμβριο του 2022 (Δεκέμβριος 2021: 0,05% και 0,01%, Ιούνιος 2022: 0,04% και 0,00%)».

Ιστορικά κάθε αύξηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών παρέσυρε και τα επιτόκια καταθέσεων. Σε εποχές πληθωρισμού στα προηγούμενα χρόνια τα επιτόκια καταθέσεων ακολουθούσαν τα επιτόκια δανείων.

Επομένως ποιο είναι το συμπέρασμα από τα παραπάνω; Από το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα, δεν θεωρήθηκε αναγκαία η αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, που αφορά κυρίως τους μικροκαταθέτες (από 5.000 – 50.000€) παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν το 41 - 42 % των καταθέσεων. Η πραγματικότητα είναι ότι οι τράπεζες αφενός έχουν περίσσευμα ρευστότητας (περίπου 50 δις), αφετέρου οι τελευταίες αποφάσεις της ΕΚΤ για τα TLTROs δεν έθεσαν σε κίνδυνο την παροχή ρευστότητας από αυτή την πηγή. Γιατί λοιπόν να λάβουν αποφάσεις για επιβράβευση των μικροκαταθετών, που είναι και οι ίδιοι φορολογούμενοι, που στήριξαν τη διάσωσή τους μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων με χρέωση του Δημοσίου; Πρόκειται για αδικία στους μικροκαταθέτες, που οι περισσότεροι είναι και δανειολήπτες, που εξαναγκάζονται σε μεγάλη αφαίμαξη των εσόδων τους από την αύξηση των επιτοκίων των δανείων.

Σε μια περίοδο λοιπόν που – αν και καθυστερημένα – η ΕΚΤ προσπαθεί να ελέγξει τον καλπάζοντα πληθωρισμό με την αύξηση των επιτοκίων, δηλαδή την μείωση της κατανάλωσης και «κυκλοφορία του χρήματος» με συνεπακόλουθο την θεωρητική αύξηση της αποταμίευσης, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα δεν συμπεριφέρεται στους καταθέτες με τους όρους ανταγωνισμού, που ισχύουν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Παράλληλα επιδεικνύει τα κερδοσκοπικά αντανακλαστικά του με την άμεση αύξηση των επιτοκίων των δανείων που συνδέονται με το Euribor. Το συγκεκριμένο φαινόμενο μόνο ως κακή πρακτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λαμβάνοντας υπόψη την γενικότερη ευρωπαϊκή τακτική που ακολουθούν οι υπόλοιπες τράπεζες της Ευρωζώνης στο ζήτημα των καταθέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφοράς με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι το προθεσμιακό επιτόκιο στις καταθέσεις έως ένα έτος, όπου στην Ελλάδα έχουν απόδοση 0,14% ενώ την ίδια στιγμή στην Ολλανδία είναι 1,84%, στη Φιλανδία 1,20%, στην Ιταλία 1,16%, στην Γαλλία 1,12%, στη Γερμανία 0,84%, στην Αυστρία 0,80% και στο Λουξεμβούργο 0,73%. Εδώ ακριβώς επισημαίνεται η σημαντική αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου στην Ελλάδα >4%, όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ~2% μ.ο.

Το γεγονός αυτό έρχεται να προστεθεί στα πολλαπλά οφέλη που έχει εισπράξει το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα (χωρίς να ανταποδώσει τα δέοντα), μετά την ανακεφαλαιοποίηση / εξυγίανση του, την μείωση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς, την άντληση σημαντικής ρευστότητας (περίπου 50 δις) με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ μέσω του Προγράμματος Στοχευμένων Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότητσης (TLTRO), χωρίς όμως τα παραπάνω να έχουν αντιστοιχηθεί με την αναμενόμενη αύξηση των χορηγήσεων ή την μείωση του επιτοκιακού περιθωρίου κέρδους των χορηγήσεων που αποκομίζουν ή της αύξησης των επιτοκίων των καταθέσεων. Στην περίπτωση των TLTROs, υπάρχει και η οξύμωρη περίπτωση της δυνατότητας των Τραπεζών επανατοποθέτησης των χρημάτων στην ΕΚΤ με σαφώς καλύτερο επιτόκιο από το αρνητικό που είχε δανείσει η ΕΚΤ τις Τράπεζες! Προφανώς βέβαια το συγκεκριμένο ζήτημα αφορά κάτι που παρακολουθεί λεπτομερώς η ΕΚΤ προκειμένου να παρέμβει για μηδενισμό του εύκολου κέρδους που πιθανόν επιχειρηθεί.

Τούτων δοθέντων, οι τράπεζες σχεδιάζουν διανομή μερίσματος για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια μια και εμφανίζουν αυξημένη κερδοφορία, απαιτούν την δυνατότητα χορήγησης bonus στα τραπεζικά στελέχη, εφόσον ο δείκτης κόκκινων δανείων είναι κάτω του 10 % στις χρήσεις 21 και 22 (σχεδόν όλες οι τράπεζες περιλαμβάνονται). Δεν φαίνεται όμως να επηρεάζονται από τις συστάσεις της ΕΚΤ, η οποία αν και αναγνωρίζει την βελτιωμένη εικόνα ρευστότητας των τραπεζών, επισημαίνει την αναγκαιότητα ενίσχυσης των εποπτικών κεφαλαίων και το συνεπακόλουθο υψηλό κόστος που θα επέλθει για την κάλυψη των Ελάχιστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL) και οποιαδήποτε συζήτηση για μερίσματα και bonus την βρίσκουν αντίθετη.

Πέραν όμως των επιτοκίων, ακόμη και οι χρεώσεις, που έχουν επιβληθεί στις τραπεζικές συναλλαγές έχουν υπερβεί κάθε όριο.

Παραδείγματα: προμήθεια 25€ για ακύρωση πληρωμής 48€ σε λογαριασμό τρίτης τράπεζας, που έγινε άμεσα σε 1 λεπτό από την ολοκλήρωση, προμήθεια για ανάληψη ή κατάθεση σε λογαριασμό τρίτης τράπεζας 4 € κ.α.

Τα επιτόκια των παλαιών δανείων που έχουν μείνει από τις αρχές τις δεκαετίας του 2000 αλλά δεν είναι κόκκινα (αποτελούν κεφάλαια κίνησης παλαιάς κοπής) εξυπηρετούνται με επιτόκιο 14,5 % και δεν εγκρίνουν ρύθμιση αποπληρωμής με τοκοχρεολυτικές δόσεις επειδή είναι ενήμερα και όχι καθυστερημένα !!!

Όσον αφορά τους πλειστηριασμούς για τα δάνεια που παραμένουν στις τράπεζες και δεν έχουν μεταβιβαστεί σε servicers εξακολουθούν να διενεργούνται και δεν επηρεάζονται από την αντίθετη απόφαση 822/2022 του Αρεοπαγίτη δικαστικού.

Κατά τα άλλα περιορίζουν τις δαπάνες τους κατά τα μικροποσά, που θα διέθεταν στους μικροκαταθέτες, αν προχωρούσαν σε αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων.

Αυτό είναι αποτέλεσμα της έλλειψης ανταγωνισμού αφού οι 4 συστημικές τράπεζες ελέγχουν το 95 % του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

(Η Κερασίνα Ραφτοπούλου είναι πρώην μέλος του ΓΣ του ΤΧΣ, ανώτερο τραπεζικό στέλεχος)